Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Η επανάσταση του 1821 και οι μύθοι του νεοελληνικού εθνικισμού


rhgas.jpg“Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμιοί,
Νησιώτες και Ηπειρώτες, με μια κοινή ορμή,
για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί,
ν’ ανάψουμε μια φλόγα εις όλην την Τουρκιά,
να τρέξει απ’ την Μπόννα έως την Αραπιά
να σφάξουμε τους λύκους που τον ζυγόν βαστούν
και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν”.
Ρήγας Φεραίος
Με α­φορ­μή το βι­βλί­ο της ι­στο­ρί­ας της ΣΤ Δη­μο­τι­κού έ­χει ξε­κι­νή­σει μια α­ντι­πα­ρά­θε­ση που α­φο­ρά τον μύ­θο που η α­στι­κή τά­ξη ε­δώ και χρό­νια χτί­ζει γύ­ρω α­πό την α­στι­κή ε­πα­νά­στα­ση του 1821 και τη γέν­νη­ση του ελ­λη­νι­κού κρά­τους.
Η λυσσασμένη συ­στρά­τευ­ση της α­ντί­δρα­σης για να υ­πε­ρα­σπι­στεί τους μύ­θους που η ί­δια δη­μιούρ­γη­σε και καλ­λιερ­γεί τό­σα χρό­νια, μας δεί­χνει πό­σο ση­μα­ντι­κό ρό­λο έ­χει α­κό­μη και στις μέ­ρες μας η πα­ρα­ποί­η­ση της ε­πα­νά­στα­σης του 21 για την καλ­λιέρ­γεια του ελ­λη­νι­κού ε­θνι­κι­σμού. Α­κό­μη και μια αμ­φι­σβή­τη­ση των πιο κραυγαλέων ψε­μά­των ό­πως του κρυ­φού σχο­λειού και της Α­γί­ας Λαύ­ρας, α­πό την πλευ­ρά του α­στι­κού κο­σμο­πο­λι­τι­σμού, εί­ναι αρ­κε­τή για να βγαί­νουν α­φροί λύσ­σας α­πό τους στυλοβάτες του ε­θνι­κού φρο­νή­μα­τος. Α­πό την άλ­λη, η τά­ση για μια α­νά­γνω­ση της ι­στο­ρί­ας στο ύ­φος ε­νός πο­λί­τι­καλ κο­ρέ­κτ α­στι­κού κο­σμο­πο­λι­τι­σμού, δεν μπο­ρεί πα­ρά να βα­σί­ζε­ται ε­πί­σης στο ψέ­μα. Ό­χι στους ε­θνι­κι­στι­κούς μύ­θους του Ελ­λάς Ελ­λή­νων Χρι­στια­νών, αλ­λά α­πο­σιω­πώ­ντας κά­θε τι που θυ­μί­ζει βί­α και σύ­γκρου­ση (και ει­δι­κά τα­ξι­κή σύ­γκρου­ση).
Α­πό την πλευ­ρά της η α­ρι­στε­ρά στην πλειοψηφία της δεν κα­τα­φέρ­νει να α­πε­γκλω­βι­στεί α­πό αυ­τό το δί­πο­λο. Ό­χι μό­νο για λό­γους πο­λι­τι­κούς, αλ­λά με­ρι­κές φο­ρές α­πό μό­νη την έλ­λει­ψη ερ­μη­νευ­τι­κών ερ­γα­λεί­ων. Η λαν­θα­σμέ­νη τα­ξι­κή α­νά­λυ­ση της ε­πα­νά­στα­σης του 1821 α­πό με­γά­λη με­ρί­δα της α­ρι­στε­ράς, την κα­θι­στά α­δύ­να­μη να δει τη δυ­να­μι­κή της, τις ε­σω­τε­ρι­κές τις α­ντι­φά­σεις, το με­γα­λεί­ο της και την τρα­γι­κό­τη­τά της. Μια α­δυ­να­μί­α ό­χι πά­ντα α­θώ­α, αλ­λά συ­χνά υ­στε­ρό­βου­λη, κα­θώς φτιά­χνει άλ­λους μύ­θους στην προ­σπά­θειά της να α­να­κα­λύ­ψει “φε­ου­δαρ­χι­κά υπολείμματα” για να δι­καιο­λο­γή­σει κα­τά και­ρούς τη συμ­μα­χί­α της με τμή­μα­τα της α­στι­κής τά­ξης, ή τον ί­διο της τον ε­θνι­κι­σμό. Σε αυ­τό το άρ­θρο δεν εί­ναι δυ­να­τόν να πε­ρι­γρα­φεί η πο­ρεί­α της ελ­λη­νι­κής ε­πα­νά­στα­σης. Πολ­λές και ση­μα­ντι­κές πτυ­χές της θα μεί­νουν απ’ έ­ξω. Στό­χος μας εί­ναι να πα­ρου­σιά­σου­με έ­να ι­στο­ρι­κό πλαί­σιο των κοι­νω­νι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών της ε­πα­νά­στα­σης και των κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ών της πέ­ρα α­πό κά­θε λο­γής μύ­θους.
Η Ο­θω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρί­α ως κοι­νω­νι­κός σχη­μα­τι­σμός έ­χει ε­ντε­λώς ι­διαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, που δια­φέ­ρουν κα­τά πο­λύ α­πό τους α­ντί­στοι­χους φε­ου­δαρ­χι­κούς στην υ­πό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη. Το ο­θω­μα­νι­κό κρά­τος ή­ταν μια αυ­στη­ρά συ­γκε­ντρω­τι­κή γρα­φειο­κρα­τι­κή μη­χα­νή γύ­ρω α­πό μια οι­κο­γέ­νεια – γέ­νος τους ο­σμαν­λή­δες τούρ­κους. Με κέ­ντρο το σουλ­τά­νο έ­χει δο­μη­θεί μια πο­λυά­ριθ­μη κά­στα γρα­φειο­κρα­τών που ω­στό­σο α­ντλούν τα προ­νό­μιά τους ό­χι α­πό τη γη που κα­τέ­χουν, αλ­λά α­πό την εύ­νοια του σουλ­τά­νου. Αυ­τοί βρί­σκο­νταν ε­ντε­λώς α­πρό­σι­τοι α­πό τους υ­πη­κό­ους τους (χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά η ε­πί­ση­μη κρα­τι­κή γλώσ­σα ή­ταν ακατάληπτη α­κό­μη και για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους τούρ­κους). Α­πό το πα­λά­τι ξε­κι­νά­ει έ­να αυ­στη­ρό διοι­κη­τι­κό πλέγ­μα κά­θε­το και ο­ρι­ζό­ντιο.
Κά­θε­τα, ξε­κι­νά α­πό το πα­λά­τι και φτά­νει μέ­χρι το τε­λευ­ταί­ο χω­ριό σε μια πυ­ρα­μί­δα υ­ψη­λών με­σαί­ων και χα­μη­λών α­ξιω­μα­τού­χων. Το ο­ρι­ζό­ντιο α­φο­ρά την διευ­θέ­τη­ση των υ­πη­κό­ων σε μι­λέ­τια (ορ­θό­δο­ξο, αρ­μέ­νι­κο, ε­βρα­ϊ­κό) ό­που το κα­θέ­να συ­γκρο­τεί μια δι­κή του διοι­κη­τι­κή πυ­ρα­μί­δα. Η πο­λύ­πλο­κη αυ­τή διοί­κη­ση ε­ξα­σφα­λί­ζει στον ε­κά­στο­τε σουλ­τά­νο την εί­σπρα­ξη των φό­ρων, τη στρα­το­λό­γη­ση για τους διαρ­κείς πο­λέ­μους της αυ­το­κρα­το­ρί­ας και τη δια­τή­ρη­ση της ε­σω­τε­ρι­κής ει­ρή­νης. Για τους κα­τοί­κους σή­μαι­νε έ­να κα­θε­στώς δια­βί­ω­σης σα­φώς α­νε­κτι­κό­τε­ρο και α­πό τα πα­λαιό­τε­ρα, αλ­λά και α­πό τα σύγ­χρο­να της υ­πό­λοι­πης Ευ­ρώ­πης. Στην ο­θω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρί­α η δου­λο­πα­ροι­κί­α ή­ταν ε­ξαί­ρε­ση.
Οι φό­ροι για τους α­γρό­τες και τους ε­παγ­γελ­μα­τί­ες ή­ταν σκλη­ροί, αλ­λά ό­χι σκλη­ρό­τε­ροι α­πό αλ­λού. Μια τέ­τοια κοι­νω­νί­α ε­πέ­τρε­ψε το ξε­δί­πλω­μα και την α­νά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων στο ε­σω­τε­ρι­κό του, αλ­λά η ί­δια η κρα­τι­κή δο­μή (α­πο­λι­θω­μέ­νη και στά­σι­μη) α­πο­τε­λού­σε διαρ­κώς α­νυ­πέρ­βλη­το ε­μπό­διο για την πα­ρα­πέ­ρα ε­πέ­κτα­σή τους. Στα τέ­λη του 18ου αιώ­να αυ­τή η δο­μή στέ­κε­ται α­νυ­πέρ­βλη­το ε­μπό­διο που η ι­στο­ρι­κή ε­ξέ­λι­ξη ε­πι­τάσ­σει να σαρ­ω­θεί.

Η ελ­λη­νι­κή α­στι­κή τά­ξη

Στους κόλ­πους της ο­θω­μα­νι­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας έ­χουν αρ­χί­σει να μορφοποιούνται τα τμή­μα­τα του πλη­θυ­σμού που θα α­πο­τε­λέ­σουν τις διά­δο­χες α­στι­κές τά­ξεις. Α­κρι­βώς ε­ξαι­τί­ας της δο­μής της αυ­το­κρα­το­ρί­ας δεν εί­ναι τούρ­κι­κη αυ­τή η α­στι­κή τά­ξη, αλ­λά ελ­λη­νι­κή, ε­βρα­ϊ­κή, αρ­μέ­νι­κη, κλπ. Α­πό αυ­τές πιο οι­κο­νο­μι­κά εύ­ρω­στη, πιο συ­γκρο­τη­μέ­νη και πιο συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νη εί­ναι η ελ­λη­νι­κή α­στι­κή τά­ξη. Ο τρό­πος γέν­νη­σής της, της προσ­δί­δει ι­διαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Κα­ταρ­χήν το κε­φά­λαιό της προ­έρ­χε­ται κυ­ρί­ως α­πό το ε­μπό­ριο και τις τρα­πε­ζι­κές συ­ναλ­λα­γές. Στο τέ­λος του 17ου αιώ­να κα­τορ­θώ­νει να γί­νει η κυ­ρί­αρ­χη ναυ­τι­κή δύ­να­μη στην Α­να­το­λι­κή Με­σό­γειο. Αυ­τό που την δια­φο­ρο­ποιεί α­πό τις υ­πό­λοι­πες α­στι­κές τά­ξεις εί­ναι πως σε α­ντί­θε­ση
με το τε­ρά­στιο γε­ω­γρα­φι­κό εύ­ρος των κε­φα­λαί­ων της στε­ρεί­ται μια στα­θε­ρή έ­δρα. Πράγ­μα­τι, τα ελ­λη­νι­κά κε­φά­λαια εί­ναι σκορ­πι­σμέ­να σε ο­λό­κλη­ρη την αυ­το­κρα­το­ρί­α, αλ­λά και στη Νό­τια Ρω­σί­α, στις Πα­ρα­δου­νά­βιες Χώ­ρες, στην Ι­τα­λί­α, στην Αυστροουγγαρία, στη Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη. Η α­στι­κή τά­ξη, ορ­μη­τι­κή και τυ­χο­διω­κτι­κή, δε­μέ­νη α­πό την αρ­χή με τα δυ­τι­κά κε­φά­λαια, θέ­λει να δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται τα κέρ­δη της α­πευ­θεί­ας με τη δύ­ση, χω­ρίς τη με­σο­λά­βη­ση μιας διεφθαρμένης και αρ­γο­κί­νη­της ο­θω­μα­νι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας. Το αί­τη­μα για έ­να α­νε­ξάρ­τη­το ε­θνι­κό κρά­τος (έ­δρα των κε­φα­λαί­ωντης και συλ­λο­γι­κό μη­χα­νι­σμό στον α­ντα­γω­νι­σμό της με τις υ­πό­λοι­πες α­στι­κές τά­ξεις) προ­βά­λει πλέ­ον σαν ώ­ρι­μο και ε­πι­τα­κτι­κό αί­τη­μα. Το κλί­μα που σαρώνει την Ευ­ρώ­πη α­πό τη γαλ­λι­κή ε­πα­νά­στα­ση και τους ναπολεόντειους πο­λέ­μους βρί­σκει α­πή­χη­ση στην ο­θω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρί­α. Ο γαλ­λι­κός Δια­φω­τι­σμός δί­νει το ι­δε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο για το ε­πα­να­στα­τι­κό ξε­ση­κω­μό. Η δια­μόρ­φω­ση της ελ­λη­νι­κής ε­θνι­κής συνείδησης μέ­σα α­πό τις εξαγγελίες των δια­φω­τι­στών εκ­φεύ­γει α­πό τα ό­ρια του άρ­θρου. Ε­δώ να πού­με μό­νο ό­τι ο ελ­λη­νι­κός δια­φω­τι­σμός, έ­χει έ­να βα­θύ ε­πα­να­στα­τι­κό κοι­νω­νι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Η ε­θνι­κή ο­λο­κλή­ρω­ση συμ­βα­δί­ζει με την ε­ξά­λει­ψη των κοι­νω­νι­κών α­νι­σο­τή­των. Ο Ρή­γας ο­ρα­μα­τί­ζε­ται μια βαλ­κα­νι­κή ο­μο­σπον­δί­α του δι­καί­ου, ό­που θα ευ­η­με­ρούν ό­λοι, α­νε­ξαρ­τή­τως έ­θνους και θρη­σκεί­ας, α­φού α­πο­τι­νά­ξουν τους τυράννους του σουλ­τά­νου. Ο Α­νώ­νυ­μος της Ελ­λη­νι­κής Νο­μαρ­χί­ας στο­χο­θε­τεί ευ­θέ­ως τους πρό­κρι­τους που δυ­να­στεύ­ουν το λα­ό το ί­διο με τους τούρ­κους και το μη­χα­νι­σμό της εκ­κλη­σί­ας που τον κρα­τά­ει στην α­μά­θεια. Αυ­τός εί­ναι και ο λό­γος που η εκ­κλη­σί­α πο­λέ­μη­σε τό­σο σφό­δρα τους έλ­λη­νες δια­φω­τι­στές. Πραγ­μα­τι­κά, οι μά­χες που έ­δι­νε η εκ­κλη­σί­α δεν ή­ταν να χτί­ζει “κρυ­φά σχο­λειά” αλ­λά να κρα­τά­ει τον α­πό­λυ­το έ­λεγ­χο σε ό­σα ε­ντε­λώς φα­νε­ρά και ε­λεύ­θε­ρα λει­τουρ­γού­σαν. Ε­λεύ­θε­ρα α­πό τις τούρ­κι­κες αρ­χές, αλ­λά ό­χι α­πό την εκ­κλη­σί­α που ξε­κί­νη­σε πραγ­μα­τι­κή εκ­στρα­τεί­α να εκ­διώ­ξει α­πό αυ­τά τους φο­ρείς των “νεωτεριστικών ι­δε­ών”.

Α­ντί­στοι­χη με τις διακηρύξεις του Δια­φω­τι­σμού ή­ταν και η ορ­γα­νω­τι­κή μορ­φή που ε­πι­λέ­χτη­κε για να φέ­ρει σε πέ­ρας το έρ­γο της ε­πα­νά­στα­σης, η Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α. Ι­δρύ­ε­ται στην Οδησσό το 1814 α­πό έλ­λη­νες α­στούς που κι­νού­νταν στις δια­κη­ρύ­ξεις του ελ­λη­νι­κού δια­φω­τι­σμού. Η Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α ή­ταν μια ορ­γά­νω­ση κα­τά τα πρό­τυ­πα των ε­πα­να­στα­τι­κών α­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων της υ­πό­λοι­πης Ευ­ρώ­πης. Αν και επρόκειτο για μια αυ­στη­ρά μυ­στι­κή και συνωμοτική ορ­γά­νω­ση, σε α­ντί­θε­ση με αυ­τές α­πλώ­θη­κε και ορ­γά­νω­σε πλα­τιά λα­ϊ­κά στρώ­μα­τα, α­ντι­γρά­φο­ντας το πα­ρά­δειγ­μα της ι­τα­λι­κής Καρ­μπο­νε­ρί­ας την ο­ποί­α χρη­σι­μο­ποί­η­σε ως πρό­τυ­πο. Στο σύ­ντο­μο διά­στη­μα λί­γων μό­λις χρό­νων έ­χει να πα­ρου­σιά­σει έ­να τε­ρά­στιο έρ­γο. Έ­χει εξασφαλίσει την χρη­μα­το­δό­τη­ση πολ­λών ελ­λή­νων α­στών.
Έ­χει έ­να δί­κτυο “α­ντι­προ­σώ­πων” α­πο­σταλ­μέ­νους σε πολ­λά ση­μεί­α τις αυ­το­κρα­το­ρί­ας, που προ­σπα­θούν να ε­μπνεύ­σουν, να ξε­ση­κώ­σουν, να ε­ξα­σφα­λί­σουν συμ­μα­χί­ες ό­ταν έρ­θει η ώ­ρα της ε­ξέ­γερ­σης. Έ­χει α­πο­κτή­σει πα­ρό­μοιες βά­σεις στην υ­πό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη, που συ­γκρο­τεί έ­να ι­σχυ­ρό ρεύ­μα βο­ή­θειας στην ε­περ­χό­με­νη ε­πα­νά­στα­ση μέ­σα στους κύ­κλους των α­στών ε­πα­να­στα­τών. Το σχέ­διο της Ε­ται­ρεί­ας εί­ναι έ­νας γε­νι­κός ξε­ση­κω­μός στη Βαλ­κα­νι­κή και για αυ­τό το σκο­πό αλληλογραφεί με πολ­λούς η­γέ­τες των Βαλ­κα­νί­ων. Το 1820 και με­τά α­πό τις αρ­νή­σεις του Κα­πο­δί­στρια να α­να­λά­βει την η­γε­σί­α, δέ­χε­ται ο Αλ. Υ­ψη­λά­ντης. Μα­ζί με τους υ­πό­λοι­πους η­γέ­τες της Φι­λι­κής ε­πε­ξερ­γά­ζο­νται το “Σχέ­διο” δη­λα­δή την ε­ξέ­γερ­ση στις λε­πτο­μέ­ρειές της. Αλ­λά τα γε­γο­νό­τα δεν υ­πα­κού­ουν πά­ντα στα σχέ­δια.

Ο λα­ός

Ο ό­ρος “ελ­λη­νι­κός λα­ός” ως κοι­νω­νι­κή έν­νοια α­παι­τεί ο­πωσ­δή­πο­τε διευ­κρι­νί­σεις. Γε­νι­κά μι­λά­με για τον κό­σμο που δου­λεύ­ει στις πό­λεις και στην ε­παρ­χί­α, αλ­λά ως σύ­νο­λο δεν έ­χει ενιαία χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Οι α­γρό­τες που α­πο­τε­λούν τη με­γά­λη πλειο­ψη­φί­α δου­λεύ­ουν με σχέ­σεις πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κές με­τα­ξύ τους. Στην τε­ρά­στια ο­θω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρί­α για την πε­ρί­ο­δο που α­να­φε­ρό­μα­στε υ­πάρ­χει μια τε­ρά­στια ποι­κι­λί­α στην ι­διο­κτη­σί­α και την ερ­γα­σί­α στη γη. Στο Μοριά και τη Ρού­με­λη, στα μι­κρά νη­σιά, γε­νι­κά στα ο­ρει­νά, ε­πι­κρα­τεί ο μι­κρός κλή­ρος στα πε­δι­νά η με­γά­λη γαιοκτησία και οι α­κτή­μο­νες ερ­γά­τες γης. Στα Επτάνησα και σε κά­ποια νη­σιά του Αι­γαί­ου ε­πι­βιώ­νουν φε­ου­δαρ­χι­κές σχέ­σεις α­πό την ε­πο­χή της φρα­γκο­κρα­τί­ας. Ό­ταν μι­λά­με για α­γρο­τι­κές μά­ζες να έ­χου­με στο μυαλό μας ό­τι πρό­κει­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο για α­φαί­ρε­ση πα­ρά για τά­ξη με κοι­νό τρό­πο ζω­ής και κοι­νή συ­μπε­ρι­φο­ρά. Στις πό­λεις πά­λι στο προ­βιο­μη­χα­νι­κό στά­διο πα­ρα­γω­γής α­πα­σχο­λού­νται άν­θρω­ποι που αρ­γό­τε­ρα θα α­πο­τε­λέ­σουν το προ­λε­τα­ριά­το, αλ­λά τη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­ο­δο κυ­ριαρ­χούν οι συ­ντε­χνί­ες. Έ­να ση­μα­ντι­κό στοι­χεί­ο εί­ναι πως με ε­ξαί­ρε­ση κά­ποια νη­σιά στο Αι­γαί­ο, η ε­πα­νά­στα­ση θα ε­πι­κρα­τή­σει μα­κριά α­πό τις με­γά­λες και α­νε­πτυγ­μέ­νες πό­λεις της αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Διευ­κρί­νι­ση α­παι­τεί και ο ό­ρος “ελ­λη­νι­κός”. Στις πε­ριο­χές που ε­πι­κρά­τη­σε οι ε­πα­νά­στα­ση (για να μην α­να­φερ­θού­με καν ε­κεί που δεν ε­πι­κρά­τη­σε), με ε­ξαί­ρε­ση τα νη­σιά, οι έλ­λη­νες ή­ταν μειο­ψη­φί­α. Ο Μοριάς και η Ρού­με­λη κα­τοι­κού­νταν α­πό πλη­θυ­σμούς με ρευ­στή και δια­μορ­φού­με­νη ε­θνι­κή συ­νεί­δη­ση (κυ­ρί­ως αρ­βα­νί­τες, αλ­λά και βλά­χους, σλά­βους, κλπ.) κα­θώς και α­πό λα­ούς με δια­φο­ρε­τι­κή ε­θνι­κή συ­νεί­δη­ση
(τούρ­κους, ε­βραί­ους, αρ­μέ­νιους, κλπ). Ό­σον α­φο­ρά μά­λι­στα τη γλώσ­σα, ή τις διά­φο­ρες διαλέκτους κα­λύ­τε­ρα, τα πράγ­μα­τα εί­ναι α­πό­λυ­τα συ­γκε­χυμέ­να. Οι πλη­θυ­σμοί αυ­τοί “ελ­λη­νο­ποι­ή­θη­καν” μέ­σα α­πό δυο δια­φο­ρε­τι­κούς δρό­μους: την ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σί­α και τον ελ­λη­νι­κό δια­φω­τι­σμό. Η διαί­ρε­ση σύμ­φω­να με το θρή­σκευ­μα (που άλ­λω­στε ή­ταν θε­σμο­ποι­η­μέ­νη στην αυ­το­κρα­το­ρί­α) έ­παι­ξε τε­ρά­στιο ρό­λο α­πό την ε­πα­νά­στα­ση και αρ­γό­τε­ρα α­φού ο “έλ­λη­νας” ταυ­τι­ζό­ταν με τον “ορ­θό­δο­ξο χρι­στια­νό”. Ο α­στι­κός δια­φω­τι­σμός με τα ορ­μη­τι­κά του κηρύγματα, ταύ­τι­σε την ελ­λη­νο­ποί­η­ση με πνευ­μα­τι­κή ά­νο­δο ό­σο και με κοι­νω­νι­κή α­νέ­λι­ξη. Ό­πως και να έ­χει, αυ­τοί οι ε­τε­ρο­γε­νείς πλη­θυ­σμοί σή­κω­σαν ό­λο το βά­ρος της ε­πα­νά­στα­σης και του πο­λέ­μου, κά­τω α­πό τα φλο­γε­ρά κη­ρύγ­μα­τα των α­στών δια­νο­ου­μέ­νων, προσδοκώντας ό­χι μό­νο μια α­νε­ξαρ­τη­σί­α α­πό τον σουλ­τά­νο, αλ­λά προσ­δο­κώ­ντας κοινωνικούς στό­χους μέ­σα α­πό αυ­τή τους τη συμ­με­το­χή.

Οι κλέ­φτες

Οι κλε­φταρ­μα­τω­λοί α­πο­τε­λούν μια ι­διαί­τε­ρη εν­σάρ­κω­ση των κοι­νω­νι­κών αι­τη­μά­των της ε­πα­νά­στα­σης. Το φαι­νό­με­νο που ο­νο­μά­στη­κε “κοι­νω­νι­κή λη­στεί­α” (σε α­ντι­δια­στο­λή με την κοι­νή λη­στεί­α, την “α­το­μι­κή”) ο­λό­κλη­ρο τον 19ο αι. ή­ταν τό­σο πλα­τιά δια­δε­δο­μέ­νο σε διά­φο­ρα μέ­ρη του κό­σμου, ώ­στε διά­φο­ροι σύγ­χρο­νοι ι­στο­ρι­κοί να ο­νο­μά­σουν την ε­πο­χή “αιώ­να της κοι­νω­νι­κής λη­στεί­ας”. Ει­δι­κά σε κά­ποια ση­μεί­α της Με­σο­γεια­κής Λε­κά­νης πή­ρε τέ­τοια έ­κτα­ση ώ­στε κα­θό­ρι­ζε α­πό­λυ­τα την πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή ζω­ή του τό­που. (Κορ­σι­κή, Σι­κε­λί­α, Κρή­τη, Αλ­βα­νί­α-Ή­πει­ρος, Μοριάς, Ιω­νι­κά Πα­ρά­λια). Ό­σοι δεν δέ­χο­νταν την κα­τα­πί­ε­ση και την αυ­ταρ­χι­κό­τη­τα της κε­ντρι­κής ή της το­πι­κής ε­ξου­σί­ας κα­τα­φεύ­γουν στα βου­νά συ­γκρο­τώ­ντας έ­νο­πλα σώ­μα­τα. Ο­ρί­ζουν τα βου­νά και α­πό ε­κεί αναλαμβάνουν έ­νο­πλο α­γώ­να ε­νά­ντια της ε­ξου­σί­ας. Συ­χνά πρό­κει­ται για ε­μπει­ρο­πό­λε­μους ά­ντρες ή και ε­παγ­γελ­μα­τί­ες στρα­τιώ­τες, που α­το­μι­κά ή ο­μα­δι­κά λι­πο­τα­χτούν και ο­ρί­ζουν τα βου­νά για λη­μέ­ρι τους. Τον ο­ρει­νό ό­γκο τον ε­λέγ­χουν πλή­ρως και ζουν α­κρι­βώς α­πό τον έ­λεγ­χό του, φορολογώντας τις ο­δούς και τα ο­ρει­νά πε­ρά­σμα­τα, ή πλιατσικολογώντας τα κα­ρα­βά­νια ή τις πε­δι­νές πε­ριο­χές. Οι “κοι­νω­νι­κοί λη­στές” δια­τη­ρού­σαν άρ­ρη­κτες σχέ­σεις με τον α­γρο­τι­κό πλη­θυ­σμό της πε­ριο­χής α­πό τον ο­ποί­ον άλ­λω­στε προ­έρ­χο­νταν. Συ­χνά α­πο­τε­λού­σαν το έ­νο­πλο σώ­μα του α­γρο­τι­κού πλη­θυ­σμού που τον προ­στά­τευαν α­πό τις αυ­θαι­ρε­σί­ες της ε­ξου­σί­ας και πολ­λές φο­ρές βρέ­θη­καν να υ­πο­κι­νούν το­πι­κές α­γρο­τι­κές ε­ξε­γέρ­σεις. Στα μά­τια των α­γρο­τών πε­ρι­βάλ­λο­νταν με το θρύ­λο του ή­ρω­α.Μια δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ή­ταν οι αρματολοί, άν­θρω­ποι που η ί­δια η ο­θω­μα­νι­κή ε­ξου­σί­α ε­ξό­πλι­ζε για να ε­πι­βά­λουν την τά­ξη στις δυ­σπρό­σι­τες ο­ρει­νές ε­πι­κρά­τειες (κυ­ρί­ως ε­νά­ντια των κλε­φτών) και που στο πέ­ρα­σμα του χρόνου αυ­το­νο­μού­νταν. Συ­χνά μά­λι­στα οι δυο ο­μά­δες άλλαζαν ρό­λους ή και συγ­χω­νεύ­ο­νταν. Φυ­σι­κά, δεν ή­ταν ό­λοι έλ­λη­νες ή χρι­στια­νοί ορ­θό­δο­ξοι. Α­ντί­θε­τα πολ­λές ή­ταν οι τουρ­κο­αλ­βα­νι­κές κλε­φτο­συμ­μο­ρί­ες, και ο κα­νό­νας ή­ταν οι μει­κτές. Η θέ­ση τους σαν “έ­νο­πλο τμή­μα” του α­γρο­τι­κού πλη­θυ­σμού, τους με­τέ­βα­λε πό­τε σε προ­στά­τες του, πό­τε σε με­σο­λα­βη­τές του με την ε­κά­στο­τε ε­ξου­σί­α, κα­μιά φο­ρά α­κό­μη και σε δυ­νά­στες του. Συ­χνά συμ­μα­χού­σαν στρα­τιω­τι­κά με το στρα­τό της κε­ντρι­κής ε­ξου­σί­ας α­πέ­να­ντι στον το­πι­κό δυ­νά­στη, συ­χνά πά­λι έ­κα­ναν α­κρι­βώς το α­ντί­θε­το. Αν δεν έ­χει κα­νείς αυ­τό κα­τά νου δεν μπο­ρεί να ε­ξη­γή­σει τη συ­μπε­ρι­φο­ρά των κλε­φτών, πριν, κα­τά τη διάρ­κεια και με­τά την ε­πα­νά­στα­ση. Τυ­πι­κό πα­ρά­δειγ­μα οι σου­λιώ­τες. Αρ­βα­νί­τες οι ί­διοι, μά­χο­νταν για χρό­νια ε­νά­ντια στον ε­πί­σης αλ­βα­νό Α­λή Πα­σά των Γιαν­νί­νων, μέ­χρι που ο τε­λευ­ταί­ος κα­τόρ­θω­σε να τους υ­πο­τά­ξει. Κι ό­μως, οι ί­διοι αυ­τοί σου­λιώ­τες εί­ναι που ε­πέ­στρε­ψαν λί­γο αρ­γό­τε­ρα για να πο­λε­μή­σουν υ­πε­ρα­σπί­ζο­ντας τον Α­λή Πα­σά ό­ταν αυ­τός στην προ­σπά­θεια του να α­νε­ξαρ­τη­το­ποι­η­θεί α­πό την Ο­θω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρί­α α­ντι­με­τώ­πι­σε τον τούρ­κι­κο στρα­τό. Στη διάρ­κεια της ε­πα­νά­στα­σης οι ο­μά­δες των κλε­φτών α­πο­τέ­λε­σαν έ­ναν βα­σι­κό στρα­τιω­τι­κό κορ­μό της. Στη συ­ντρι­πτι­κής τους πλειο­ψη­φί­α πέ­ρα­σαν με το μέ­ρος της Ε­πα­νά­στα­σης, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τη θρη­σκεί­α τους ή την ε­θνό­τη­τά τους. Οι η­γέ­τες των κλε­φτών έ­γι­ναν λα­ϊ­κοί ή­ρω­ες ει­δι­κά στο Μοριά και τη Ρού­με­λη, που οι α­γρο­τι­κές μά­ζες δεν διέ­θε­ταν λα­ϊ­κούς η­γέ­τες ό­πως στα νη­σιά. Οι ί­διοι, χω­ρίς συ­γκε­κρι­μέ­νη ι­δε­ο­λο­γι­κή κα­τεύ­θυν­ση, σε γε­νι­κές γραμ­μές ε­μπνέ­ο­νταν α­πό συ­γκε­χυ­μέ­να λί­γο ή πο­λύ φι­λε­λεύ­θε­ρα ο­ρά­μα­τα και στη με­γά­λη τους πλειο­ψη­φί­α εί­χαν ε­ντα­χθεί στις γραμ­μές της Φι­λι­κής Ε­ται­ρεί­ας τις πα­ρα­μο­νές της ε­πα­νά­στα­σης. Για αυ­τούς τους λό­γους θα εκ­προ­σω­πή­σουν (με με­γά­λη α­συ­νέ­πεια) τα συμ­φέ­ρο­ντα των φτω­χών μα­ζών στη σύ­γκρου­σή του με τους προ­ε­στούς, ει­δι­κά με­τά τον πα­ρα­γκω­νι­σμό της Φι­λι­κής Ε­ται­ρεί­ας και την ήτ­τα των λα­ϊ­κών η­γε­τών στα νη­σιά. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα και κο­ρυ­φαί­οι η­γέ­τες των κλε­φταρ­μα­το­λών, εί­ναι ο Αν­δρού­τσος, ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, ο Διά­κος, (ό­λοι τους στρα­τιω­τι­κοί του Α­λή Πα­σά) και φυ­σι­κά ο Κο­λο­κο­τρώ­νης, γό­νοςμιας οι­κο­γέ­νειας κλε­φταρ­μα­το­λών, κύ­ρια στρα­τιω­τι­κή μορ­φή της Ε­πα­νά­στα­σης.

Πρό­κρι­τοι και φα­να­ριώ­τες

Α­πό την αρ­χή η ε­πα­νά­στα­ση χτύ­πη­σε στον κυματοθραύστη ε­νός ε­τε­ρο­γε­νούς με­τώ­που, που ό­μως ή­ταν στα­θε­ρό στην κα­τα­στο­λή του κοι­νω­νι­κού χα­ρα­κτή­ρα της, και κατ αρ­χήν ε­πι­φυ­λα­κτι­κό στα ε­θνι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της: οι πρό­κρι­τοι, η ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σί­α και οι φα­να­ριώ­τες άρ­χο­ντες. Με τον ό­ρο πρό­κρι­τοι εν­νο­ού­νται οι διά­φο­ροι το­πι­κοί άρ­χο­ντες (προ­ε­στοί, δη­μο­γέ­ρο­ντες, κλπ). Πολ­λές φο­ρές γί­νε­ται το λά­θος να ταυ­τί­ζο­νται με κά­ποιου τύ­που φε­ου­δαρ­χι­κά υπολείμματα, το ο­ποί­ο εί­ναι ε­ντε­λώς λά­θος. Το ο­θω­μα­νι­κό κρά­τος ή­ταν ό­πως εί­δα­με πο­λύ αυ­στη­ρά συ­γκε­ντρω­τι­κό. Στον βαθ­μό που εισέπραττε τους φό­ρους δεν εν­δια­φε­ρό­ταν κα­θό­λου για τους υ­πη­κό­ους του. Για να ε­ξα­σφα­λί­σει μια στοι­χειώ­δη διοί­κη­ση (και την εί­σπρα­ξη των φό­ρων) ε­μπι­στεύ­τη­κε την η­γε­σί­α των διά­φο­ρων κοι­νο­τή­των σε το­πι­κούς πρό­κρι­τους. Ό­πως εύ­στο­χα α­να­λύ­ει διε­ξο­δι­κά αυ­τό το θέ­μα ο P. F. Sugar “Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν μια πο­λύ αυ­στη­ρή, πα­ρα­πά­νω α­πό ό,τι θα έ­πρε­πε ορ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νι­κο-οι­κο­νο­μι­κή διάρ­θρω­ση, που πο­λύ
γρή­γο­ρα α­πο­λι­θώ­θη­κε, αλ­λά και η ο­ποί­α ή­ταν ταυ­τό­χρο­να ε­ντυ­πω­σια­κά ε­πιει­κής (ή­πια). Η η­πιό­τη­τα αυ­τή ε­μπό­δι­σε τη “δου­λο­πα­ροι­κο­ποί­η­ση” των α­γρο­τών της νο­τιο­α­να­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης και ε­πέ­τρε­ψε στον πλη­θυ­σμό, α­στι­κό και α­γρο­τι­κό μα­ζί, να ορ­γα­νω­θεί πά­λι πά­νω στη βά­ση της κοι­νό­τη­τας και κά­τω α­πό την η­γε­σί­α των δι­κών του ε­κλεγ­μέ­νων α­ντι­προ­σώ­πων”.
Έ­χο­ντας εξαλείψει οι ο­θω­μα­νοί ό­λη την πα­λαιά α­ρι­στο­κρα­τί­α, οι πρό­κρι­τοι αυ­τοί δεν εί­χαν κα­μιά σχέ­ση με τις πα­λιές αρ­χο­ντι­κές οι­κο­γέ­νειες του Βυ­ζα­ντί­ου. Στο πέ­ρα­σμα των χρό­νων οι πρό­κρι­τοι α­πέ­κτη­σαν προνόμια και συ­χνά με­τα­βί­βα­ζαν την ε­ξου­σί­α στα παι­διά τους, ώ­στε να μι­λά­με πια για οι­κο­γέ­νειες: Μαυ­ρο­μι­χά­λη­δες στη Μά­νη, Δελ­λη­γιά­νη­δες στη Γορ­τυ­νί­α, Νο­τα­ρά­δες στην Κό­ριν­θο, κ.ά. Κά­ποιοι εί­ναι πο­λύ πλού­σιοι, κά­ποιοι ό­χι. Για να ερ­μη­νεύ­σου­με την συ­μπε­ρι­φο­ρά τους, πρέ­πει να έ­χου­με κα­τά νου ό­τι αυ­τή η κά­στα α­ντλού­σε τα προνόμια της ό­χι α­πό μια ει­δι­κή θέ­ση στις σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής, αλ­λά α­πό την ει­δι­κή θέ­ση του με­σο­λα­βη­τή α­νά­με­σα στην κοι­νό­τη­τα και την κε­ντρι­κή (ο­θω­μα­νι­κή) ε­ξου­σί­α και την υ­πο­τα­γή της σε αυ­τή. Τα πο­λι­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αυ­τής της κά­στας ή­ταν ο συ­ντη­ρη­τι­σμός, η α­πέ­χθεια για τις κοι­νω­νι­κές αλλαγές, ο κοντόθωρος το­πι­κι­στι­κός ο­ρί­ζο­ντας, οι σκευω­ρί­ες και οι ί­ντρι­γκες. Α­ντι­με­τώ­πι­σαν το κί­νη­μα της Φι­λι­κής Εταιρίας με με­γά­λη κα­χυ­πο­ψί­α. Αρ­χι­κά ή­ταν ε­νά­ντιοι στην ι­δέ­α της ε­πα­νά­στα­σης και προ­σπά­θη­σαν να την ε­μπο­δί­σουν με κά­θε τρό­πο. Αυ­τή η καρ­μπο­νά­ρι­κα ορ­γα­νω­μέ­νη ε­πα­νά­στα­ση τους τρό­μα­ζε. Μπή­καν στη δια­δι­κα­σί­α της ε­πα­νά­στα­σης μό­νο ό­ταν αυ­τή ή­ταν γε­γο­νός τε­τε­λε­σμέ­νο. Ε­πε­δί­ω­ξαν να μην θι­γούν τα προ­νό­μιά τους και έλ­πι­ζαν ό­τι σε έ­να νέ­ο, ελ­λη­νι­κό κρά­τος (μι­κρό για να α­ντι­στοι­χεί στα μέ­τρα τους) έ­χουν πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρες ευ­και­ρί­ες να στα­διο­δρο­μή­σουν πα­ρά σαν το­πο­τη­ρη­τές μιας ξε­χα­σμέ­νης ε­παρ­χί­ας της ο­θω­μα­νι­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Αρ­κεί να κα­τα­φέ­ρουν να την ε­λέγ­ξουν πο­λι­τι­κά. Σε α­ντί­θε­ση με άλ­λες ο­μά­δες ή τά­ξεις που πή­ραν μέ­ρος στην ε­πα­νά­στα­ση, οι πρό­κρι­τοι εί­χαν α­πό την πρώ­τη στιγ­μή και α­πό­λυ­τη συ­νεί­δη­ση των ι­διαί­τε­ρων συμ­φε­ρό­ντων τους (να δια­τη­ρή­σουν με κά­θε κό­στος τα προ­νό­μιά τους) αλ­λά και την πο­λι­τι­κή ε­μπει­ρί­α να τα υ­πε­ρα­σπί­σουν. Αυ­τοί, μα­ζί με τους πλού­σιους α­στούς στα νη­σιά που ε­πί­σης εί­δαν τα προ­νό­μιά τους να κιν­δυ­νεύ­ουν, θα α­να­λά­βουν το ρό­λο του Θερ­μι­δώρ της ελ­λη­νι­κής ε­πα­νά­στα­σης κα­τορ­θώ­νο­ντας να υ­πο­τά­ξουν και να κα­τα­στεί­λουν κά­θε κοι­νω­νι­κό αί­τη­μα. Οι φα­να­ριώ­τες, κων­στα­ντι­νου­πο­λήτες άρ­χο­ντες, ή­ταν το πο­λι­τι­κό συ­μπλή­ρω­μα των προ­κρί­των. Άν­θρω­ποι με πλα­τιά παι­δεί­α και διε­θνή στα­διο­δρο­μί­α, εί­χαν τον διε­θνή ο­ρί­ζο­ντα που έ­λει­πε α­πό τους πρώ­τους. Μπο­ρού­σαν να στα­θούν στα ευ­ρω­πα­ϊ­κά σα­λό­νια και να σχε­διά­ζουν πο­λι­τι­κή που ξε­περ­νά τα ό­ρια 5 χω­ριών. Και αυ­τοί έ­χουν πα­ρό­μοια σχέ­ση με το μη­χα­νι­σμό του ο­θω­μα­νι­κού κρά­τους και α­ντλούν τα προ­νό­μιά τους α­πό τη θέ­ση τους ως ιδιότυπο δι­πλω­μα­τι­κό σώ­μα της Πύ­λης. Η δια­φο­ρά τους με τους προ­κρί­τους ή­ταν πως ή­ταν γό­νοι πα­λιών αρ­χο­ντι­κών οι­κο­γε­νειών, χω­ρίς ό­μως αυ­τό να τους ε­ξα­σφα­λί­ζει κά­ποια ι­διαί­τε­ρη θέ­ση στην πα­ρα­γω­γή. Κά­ποιοι α­πό αυ­τούς εί­ναι πλού­σιοι έ­μπο­ροι. Η συ­νει­σφο­ρά τους ό­μως στο μέ­τω­πο ή­ταν η πο­λι­τι­κή τους ε­μπει­ρί­α. Ε­πέν­δυ­σαν και ε­τού­τοι στις πο­λι­τι­κές δυ­να­τό­τη­τες που θα τους πρό­σφε­ρε έ­να νέ­ο ελ­λη­νι­κό κρά­τος. Πα­ρά την α­μοι­βαί­α κα­χυ­πο­ψί­α οι δυο ο­μά­δες συ­μπρά­ξαν α­πό την πρώ­τη στιγ­μή στην κα­τα­στο­λή της κοι­νω­νι­κής διά­στα­σης της ε­πα­νά­στα­σης. Ο πιστότερος (και πο­λυ­τι­μό­τε­ρος) σύμ­μα­χος στο μέ­τω­πο της α­ντί­δρα­σης ή­ταν η εκ­κλη­σί­α.

Εκ­κλη­σί­α

Μι­λώ­ντας για την εκ­κλη­σί­α μι­λά­με κα­ταρ­χήν για έ­ναν τε­ρά­στιο διοι­κη­τι­κό μη­χα­νι­σμό. Σύμ­φω­να με τα ει­δι­κά προνόμια που εί­χαν πα­ρα­χω­ρή­σει οι ο­θω­μα­νοί, η εκ­κλη­σί­α εί­ναι α­πο­κλει­στι­κά υ­πεύ­θυ­νη για τους πι­στούς της, δη­λα­δή για ό­λους τους χρι­στια­νούς. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στους χρι­στια­νι­κούς πλη­θυ­σμούς εί­χε α­πό­λυ­τες δι­καιο­δο­σί­ες σε συ­νερ­γα­σί­α με τους κα­τά τό­πους άρ­χο­ντες. Δι­κα­στι­κές δια­μά­χες, εκ­παί­δευ­ση, πρό­νοια, περ­νού­σαν ό­λα α­πό αυ­τό το διοι­κη­τι­κό μη­χα­νι­σμό. Μι­λά­με για έ­ναν τε­ρά­στιο οι­κο­νο­μι­κό μη­χα­νι­σμό. Εν­δει­κτι­κά, με­τά το ο­θω­μα­νι­κό κρά­τος που ε­πί­ση­μα του α­νή­καν ό­λα τα ε­δά­φη, εί­ναι ο δεύ­τε­ρος σε μέ­γε­θος ι­διο­κτή­της γης στην αυ­το­κρα­το­ρί­α. Στα ελ­λη­νι­κά ε­δά­φη κα­τέ­χει το 1/3 – 1/4 της γης. Έ­νας μη­χα­νι­σμός που χρη­μα­το­δο­τεί­ται ε­ξο­λο­κλή­ρου α­πό την ερ­γα­σί­α των ρα­γιά­δων. Ό­χι μό­νο με αυ­τή των α­κτη­μό­νων στην τε­ρά­στια εκ­κλη­σια­στι­κή πε­ριου­σί­α, αλ­λά και με βαρύτατους ει­δι­κούς φό­ρους που εί­ναι υ­πο­χρε­ω­μέ­νοι να πλη­ρώ­νουν ό­λοι οι χρι­στια­νοί. Τον τρό­πο που λει­τουρ­γού­σε αυ­τός ο μη­χα­νι­σμός πε­ρι­γρά­φε­ται με τον πιο κρυστάλλινο τρό­πο στην “Ελ­λη­νι­κή Νο­μαρ­χεί­α” τό­σο α­να­λυ­τι­κά, που μό­νο λί­γα α­πο­σπά­σμα­τα μπο­ρού­με να πα­ρα­θέ­σου­με: “Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικό θρόνο από τον οθωμανικό αντιβασιλέα δια μίαν μεγάλη ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώσει περισσότερο κέρδος, και τον αγοραστή τον ονομάζει πατριάρχη. Αυτός, λοιπόν, δια να ξαναλάβει τα όσα εδανείσθη δια την αγορά του θρόνου, πωλεί τις επαρχίες, στις αρχιεπισκοπές, ούτινος δώσει περισσοτέραν ποσότητα, και ούτως σχηματίζει τους αρχιεπισκόπους, οι οποίοι πωλώσει και αυτοί εις άλλους τας επισκοπάς των. Οι δε επίσκοποι τας πωλώσει των χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τον λαό, δια να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν. Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα, δηλαδή ο χρυσός… Πώς άραγε ζώσιν αυτοί οι αρχιεπίσκοποι εις τας μητροπόλεις των και ποίαι είσίν αι αρεταί των; Τρώγωσι και πίνωσι ως χοίροι. Κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας τήν νυκτα καί δύο ώρας μετά το μεσημέρι. Λειτουργούσι δύο φοράς τον χρόνο, και όταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τα πλέον αναίσχυντα έργα, όπου τινάς ημπορεί να στοχασθεί. Και ούτως εις τον βόρβορο της αμαρτίας και εις την ιδίαν ακρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, και οι αναστεναγμοί του λαού είναι προς αυτούς τόσοι ζέφυρες. Ο χορός των επισκόπων εξακολουθεί μετά τους αρχιεπισκόπους. Αυτοί, πάλιν, είναι άλλοι λύκοι, ίσως χειρότεροι από τους πρώτους, επειδή κυριεύουσι τους χωρικούς και ιδιώτες… Μετά των Επισκόπων, λοιπόν, έρχονται εκείνοι οι πρωτοσύγκελλοι, οι αρχιμανδρίτες και οι πνευματικοί, οι οποίοι στέλλονται από τα μοναστήρια με κάποιας πανταχούσας. Αυτοί είναι αναρίθμητοι, επειδή δεν ευρίσκεται πόλις χωρίον, οποίο να μην φυλάττη ένα ή δύο από αυτούς τούς λαοκλέπτας, οι οποίοι παρουσιάζονται εις τον αρχιερέα και αγοράζουν παρ’ αυτού την άδειαν του κλεψίματος, και έπειτα, με άκρα αυθάδεια, αρχινούσιν από σπίτι εις σπίτι, να ζητούσιν ελεημοσύνη, και εκδύουσιν εξόχως τας γυναίκας, όσον ημπορούσι… Εκατό χιλιάδες, και ίσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζώσιν αργοί και τρέφονται από τους ιδρώτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων. Τόσαι εκατοντάδες μοναστήρια. όπου πανταχοθεν ευρίσκονται, είναι τόσαι πληγαί εις την πατρίδα, επειδή, χωρίς να την ωφελήσουν εις το παραμικρό, τρώγωσι τους καρπούς της και φυλάττουσι τους λύκους, δια να αρπάζουν και ξεσχίζουν τα αθώα και ιλαρά πρόβατα της ποίμνης του Χριστού. Ιδού, ω Έλληνες, αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασις του ελληνικού ιερατείου, και η πρώτη αιτία όπου αργοπορεί την ελευθέρωσιν της Ελλάδος. Αυτοί οι αμαθέστατοι, αφού ακούσουν ελευθερία, τους φαίνεται μία αθανάσιμος αμαρτία.”

Τις πα­ρα­μο­νές

Α­κρι­βώς ε­κεί­νη τη στιγ­μή στην υ­πό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη καταστέλλονται τα κι­νή­μα­τα στην Ι­σπα­νί­α, στο Πε­δε­μό­ντιο και το κί­νη­μα των καρ­μπο­νά­ρων στη Νό­τια Ι­τα­λί­α. Η Ιε­ρά Συμ­μα­χί­α έ­χει πιο ε­πεί­γο­ντα κα­θή­κο­ντα α­πό μια ε­ξέ­γερ­ση στην Ο­θω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρί­α. Ταυ­τό­χρο­να στο ε­σω­τε­ρι­κό της αυ­το­κρα­το­ρί­ας ο σουλ­τά­νος έ­χει να α­ντι­με­τω­πί­σει έ­να πο­λύ σο­βα­ρό στρα­τιω­τι­κό γε­γο­νός: την α­πό­σχι­ση του Α­λή Πα­σά στη Ή­πει­ρο. Ο Α­λή Πα­σάς των Ιω­αν­νί­νων που έ­χει ε­πε­κτεί­νει την ε­πι­κρά­τειά του σε ό­λη την Αλ­βα­νί­α την Ή­πει­ρο και τη Θεσ­σα­λί­α, εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά ι­κα­νός και φι­λό­δο­ξος πο­λι­τι­κός. Το ό­ρα­μά του εί­ναι η ε­γκα­θί­δρυ­ση ε­νός “δυ­τι­κού” κρά­τους “πε­φω­τι­σμέ­νης δε­σπο­τεί­ας και για να το πε­τύ­χει κι­νεί­ται δι­πλω­μα­τι­κά και στρα­τιω­τι­κά για χρό­νια. Για το σκο­πό αυ­τό έ­χει συ­γκε­ντρώ­σει γύ­ρω του το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των κλε­φταρ­μα­το­λών της πε­ριο­χής (χρι­στια­νούς και μου­σουλ­μά­νους), αλ­λά και σπου­δαί­ους έλ­λη­νες δια­φω­τι­στές. Τα Γιάν­νε­να εί­ναι πραγ­μα­τι­κή φω­λιά της Φι­λι­κής Ε­ται­ρεί­ας. Την ώ­ρα που οι γέ­τες της Φι­λι­κής εκ­πο­νούν το Σχέ­διο, ο Α­λή Πα­σάς εκ­πο­νεί το δι­κό του και θα συ­μπέ­σουν ταυ­τό­χρο­να. Οι κύ­ριες δυ­νά­μεις του σουλ­τα­νι­κού στρα­τού θα συ­γκε­ντρω­θούν για να α­ντι­με­τω­πί­σουν τον Α­λή Πα­σά, α­φή­νο­ντας με ε­λά­χι­στες φρου­ρές το Μοριά και τη Ρού­με­λη. Η πρώ­τη α­πό­πει­ρα να α­πο­κτή­σει στα­θε­ρή α­νε­ξάρ­τη­τη ε­θνι­κή βά­ση η ελ­λη­νι­κή α­στι­κή τά­ξη α­κο­λου­θεί βέ­βαια την ι­στο­ρι­κή συ­γκυ­ρί­α, αλ­λά υ­πα­γο­ρεύ­ε­ται και α­πό το ση­μεί­ο που έ­χουν το­πο­θε­τή­σει τα κε­φά­λαιά τους οι πρω­τα­γω­νι­στές αυ­τής της α­πό­πει­ρας. Έ­τσι, ο τό­πος της ε­πα­νά­στα­σης δεν εί­ναι ο ελ­λα­δι­κός χώ­ρος, αλ­λά η μα­κρι­νή Μολ­δο­βλα­χί­α. Ε­κεί, το Φλε­βά­ρη του 1821 ξε­κι­νά η ε­πα­νά­στα­ση. Μπο­ρεί οι έλ­λη­νες σε αυ­τές τις πε­ριο­χές να α­πο­τε­λού­σαν μια πο­λύ μι­κρή μειο­ψη­φί­α, αλ­λά δεν συ­νέ­βαι­νε το ί­διο και με τα ελ­λη­νι­κά κε­φά­λαια. Στο Γα­λά­τσι, το Βουκουρέστι, το Ιά­σιο οι έλ­λη­νες α­στοί εί­χαν πραγ­μα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα. Ο ί­διος ο Α­λέ­ξαν­δρος Υ­ψη­λά­ντης, η­γέ­της της Φι­λι­κής Ε­ται­ρεί­ας εί­χε γε­ρούς δε­σμούς με αυ­τή την πε­ριο­χή α­φού ο πα­τέ­ρας του και ο παπ­πούς του δια­τέ­λε­σαν διοι­κη­τές της πε­ριο­χής για λο­γα­ρια­σμό του σουλ­τά­νου. Το ξέ­σπα­σμα της ε­πα­νά­στα­σης στη μα­κρι­νή Μολ­δο­βλα­χί­α δεν προ­σφέ­ρε­ται για ε­θνι­κή προ­πα­γάν­δα. Δεν υ­πήρ­χε κα­μιά Α­γί­α Λαύ­ρα για να ση­κώ­σει δή­θεν το λά­βα­ρο κα­νέ­νας Πα­λαιών Πα­τρών Γερ­μα­νός. Άλ­λω­στε, ο Ι­γνά­τιος Μολ­δο­βλα­χί­ας, ό­χι μό­νο το κα­τα­δί­κα­σε α­πό την αρ­χή και το κί­νη­μα και τον Υ­ψη­λά­ντη, αλ­λά και­ρό αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν η ε­πα­νά­στα­ση έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει στην Πε­λο­πόν­νη­σο, στέλ­νει ε­πι­στο­λή στην πρώ­τη ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση που κα­λεί τους αρ­χιε­ρείς και τους προ­κρί­τους να κα­θα­ρί­σουν την ε­πα­νά­στα­ση α­πό ο­τι­δή­πο­τε “καρ­βου­να­ρι­κόν” με το ο­ποί­ο “πει­ρά­ζε­ται η η­συ­χί­α των λα­ών”. Η ε­ξέ­γερ­ση α­πό την άλ­λη του Α­λή Πα­σά, προ­σφέ­ρε­ται για την α­στι­κή προ­πα­γάν­δα, με τον ό­ρο ό­τι θα πρέ­πει η ι­στο­ρι­κή α­λή­θεια να πα­ρα­ποι­η­θεί βί­αια. Για­τί πως αλ­λιώς μπο­ρεί να πα­ρου­σιά­ζε­ται ο Α­λή Πα­σάς σαν στυγνός “πο­λέ­μιος του ελ­λη­νι­σμού”, ό­ταν οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό τους ή­ρω­ες της ε­πα­νά­στα­σης πο­λέ­μη­σαν στο πλευ­ρό του; Ό­πως και να δια­μορ­φώ­νε­ται ό­μως η ι­δε­ο­λο­γι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση των γε­γο­νό­των στα κα­το­πι­νά χρό­νια, τό­σο η πε­ρι­πέ­τεια της Μολ­δο­βλα­χί­ας, ό­σο και ο Α­λή Πα­σάς λει­τούρ­γη­σαν κα­ταρ­χάς σαν στρα­τιω­τι­κός α­ντι­πε­ρι­σπα­σμός. Η εκ­κλη­σί­α βιά­ζε­ται να α­φο­ρί­σει τους ε­πα­να­στά­τες, αλ­λά το νέ­ο σα­ρώ­νει ό­λη την αυ­το­κρα­το­ρί­α. Οι Φι­λι­κοί ή­δη κι­νού­νται δρα­στή­ρια στα πλαί­σια του “Σχε­δί­ου” για να ξε­ση­κώ­σουν τις πε­ριο­χές τους. Στα­δια­κά ξε­ση­κώ­νο­νται διά­φο­ρες γω­νιές της αυ­το­κρα­το­ρί­ας: ο Μοριάς, η Ρού­με­λη, τα πιο πολ­λά νη­σιά του Αι­γαί­ου, και σπο­ρα­δι­κά ε­ξε­γέρ­σεις έ­χου­με στη Δυ­τι­κή Μα­κε­δο­νί­α, στην Κρή­τη, στη Χαλ­κι­δι­κή και στο Α­ϊ­βα­λί.

Το ξέ­σπα­σμα της ε­πα­νά­στα­σης

Η­γέ­της της Φι­λι­κής στο Μω­ριά εί­ναι ο Πα­πα­φλέσ­σας. Συ­να­ντά την α­πό­λυ­τα ε­χθρι­κή στά­ση των προ­κρί­των. Σε συ­νά­ντη­ση για αυ­τό το σκο­πό στο Αί­γιο στις 26 Γε­νά­ρη, οι προ­ε­στοί με ε­πι­κε­φα­λής τον Πα­λαιών Πα­τρών Γερ­μα­νό θα τον βρί­σουν και θα τον α­πει­λή­σουν. Αλ­λά η ε­πα­νά­στα­ση δεν θα τους πε­ρι­μέ­νει. Μό­λις φτά­νουν τα νέ­α για τον Υ­ψη­λά­ντη ο Μοριάς ε­πα­να­στα­τεί. Η αρ­χή γί­νε­ται στην Πά­τρα στις 21 Μάρ­τη. Μια ε­ξέ­γερ­ση με ε­πι­κε­φα­λής έ­ναν τσα­γκά­ρη τον Κα­ρα­τζά κα­τα­λαμ­βά­νει την πό­λη και α­να­γκά­ζει τους τούρ­κους να κλει­στούν στο φρού­ριο. Στην άλ­λη πλευ­ρά, ο Πα­πα­φλέσ­σας και ο Κο­λο­κο­τρώ­νης κα­τα­λαμ­βά­νουν την Κα­λα­μά­τα. Ο Μοριάς εί­ναι ό­λος στο πό­δι και οι ο­λι­γά­ριθ­μοι τούρ­κοι κλεί­στη­καν στα κά­στρα. Στη Ρού­με­λη το ρό­λο του Πα­πα­φλέσ­σα θα παί­ξει ο Αν­δρού­τσος. Σε λί­γες μέ­ρες η ε­πα­νά­στα­ση ε­πε­κτεί­νε­ται στα νη­σιά. Στα νη­σιά τούρ­κοι δεν υ­πήρ­χαν ή ή­ταν ε­λά­χι­στοι. Ει­δι­κά ε­δώ εί­ναι που η ε­πα­νά­στα­ση α­πέ­κτη­σε ρι­ζο­σπα­στι­κά κοι­νω­νι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Η α­που­σί­α τούρ­κων και η ύ­παρ­ξη μιας οι­κο­νο­μι­κά ι­σχυ­ρής ελ­λη­νι­κής α­στι­κής τά­ξης έ­κα­νε τις κοι­νω­νι­κές α­νι­σό­τη­τες πε­ρισ­σό­τε­ρο έκ­δη­λες. Το αί­τη­μα της α­πε­λευ­θέ­ρω­σης έ­παιρ­νε έ­ντο­νο κοι­νω­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα.
Οι κοι­νω­νί­ες των νη­σιών του Αι­γαί­ου διέ­φε­ραν σε με­γά­λο βαθ­μό α­πό την η­πει­ρω­τι­κή Ελ­λά­δα. Κα­ταρ­χήν ε­ξαι­τί­ας του ε­μπο­ρί­ου και της ναυτιλίας εί­χαν και πιο α­νε­πτυγ­μέ­νο πο­λι­τι­στι­κό ε­πί­πε­δο, αλ­λά και ά­με­ση, δια­προ­σω­πι­κή ε­πα­φή με τα πο­λι­τι­κά ρεύ­μα­τα της υ­πό­λοι­πης Ευ­ρώ­πης. Ε­πι­πλέ­ον, υ­πήρ­χαν σο­βα­ρές δια­φο­ρές στην κοι­νω­νι­κή τους δο­μή. Συ­γκρι­τι­κά με την οι­κο­νο­μι­κά κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη Πε­λο­πόν­νη­σο τα νη­σιά α­πο­τε­λού­σαν σο­βα­ρά οι­κο­νο­μι­κά κέ­ντρα γε­ωρ­γι­κής και προ­βιο­μη­χα­νι­κής πα­ρα­γω­γής. Και ε­νώ στο Μοριά και τη Ρού­με­λη το κυ­ρί­αρ­χο στοι­χεί­ο ή­ταν ο μι­κρός κλή­ρος, στα με­γά­λα αι­γαιο­νή­σια εί­χε δια­τη­ρη­θεί σε κά­ποιο βαθ­μό η με­γά­λη ι­διο­κτη­σί­α και μά­λι­στα στα χέ­ρια των ί­διων οι­κο­γε­νειών α­πό την ε­πο­χή του Βυ­ζα­ντί­ου και της Ε­νε­το­κρα­τί­ας. Εί­ναι φυ­σι­κό λοι­πόν πως η ε­πα­νά­στα­ση ε­κεί υ­ιο­θέ­τη­σε α­πό την πρώ­τη στιγ­μή έκ­δη­λα ρι­ζο­σπα­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και έ­θε­σε στό­χους κοι­νω­νι­κής α­πε­λευ­θέ­ρω­σης.
oikonomou.jpgΗ αρ­χή έ­γι­νε στις Σπέ­τσες. Στην Ύ­δρα οι πλοιο­κτή­τες αρ­νού­νται πει­σμα­τι­κά κά­θε ι­δέ­α. Ο Φι­λι­κός Οι­κο­νό­μου ορ­γα­νώ­νει μια ε­ξέ­γερ­ση που πιά­νει στον ύ­πνο τους πλοιο­κτή­τες και ο λα­ός της Ύ­δρας κα­τα­λαμ­βά­νει τα πλοί­α. Στη Σά­μο, οι κοι­νω­νι­κοί α­γώ­νες εί­χαν ξε­κι­νή­σει στο νη­σί ή­δη πριν α­πό μια δε­κα­ε­τί­α και μά­λι­στα οι κα­τα­πιε­σμέ­νοι με η­γέ­τη τον Φι­λι­κό Λυ­κούρ­γο Λο­γο­θέ­τη εί­χαν ορ­γα­νω­θεί σε κόμ­μα με την ε­πω­νυ­μί­α “Καρ­μα­νιό­λοι”. Με την ε­πα­νά­στα­ση οι άρ­χο­ντες διώ­χνο­νται και κα­τα­φεύ­γουν στα μι­κρα­σια­τι­κά πα­ρά­λια. Ο χιώ­της Μπουρ­νιάς ή­ταν κα­τώ­τε­ρος α­ξιω­μα­τι­κός στο στρα­τό του Να­πο­λέ­ο­ντα. Ε­ξέ­γει­ρε τους α­γρό­τες των μα­στι­χο­χω­ρί­ων και ζή­τη­σε τη βο­ή­θεια των Σα­μιω­τών για την ε­πέ­κτα­ση της ε­πα­νά­στα­σης στη Χί­ο και πράγ­μα­τι, στο νη­σί α­πο­βι­βά­ζο­νται πε­ρί­που 2000 σα­μιώ­τες. Το πρό­γραμ­μα των ε­ξε­γερ­μέ­νων ή­ταν η δή­μευ­ση των κτη­μά­των. Ό­σοι πρό­κρι­τοι δεν έ­φυ­γαν, κλεί­στη­καν στην πό­λη της Χί­ου. Η ε­πι­κρά­τη­ση των ε­πα­να­στα­τών ή­ταν σύ­ντο­μη, α­φού α­κο­λού­θη­σε η α­πό­βα­ση των σουλ­τα­νι­κών στρα­τευ­μά­των και η με­γά­λη σφα­γή της Χί­ου. Στην Άν­δρο, που ε­πί­σης υ­πήρ­χαν με­γα­λο­κτη­μα­τί­ες, η ε­πα­νά­στα­ση δή­μευ­σε τα με­γά­λα κτή­μα­τα. Ό­ταν οι κτη­μα­τί­ες έ­στει­λαν μή­νυ­μα στον Κα­που­δάν Πα­σά, που κα­τέ­πλε­ε με τον ο­θω­μα­νι­κό στό­λο στο Αι­γαί­ο να κα­τα­πνί­ξει την ε­πα­νά­στα­ση, οι α­γρό­τες ε­πι­τέ­θη­καν στη Χώ­ρα, εκκαθάρισαν τους πρό­κρι­τους και ε­ξέ­λε­ξαν η­γέ­τη τον α­γρό­τη Μπα­λή. Με προ­τρο­πή του προ­σπά­θη­σαν να ορ­γα­νω­θούν σε “κομ­μού­να” που θα καλ­λιερ­γούν α­πό κοι­νού τη γη. Στις κε­ντρι­κές Κυ­κλά­δες (Τή­νος, Σύ­ρος, Σα­ντο­ρί­νη) που ο πλη­θυ­σμός ή­ταν κα­θο­λι­κοί χρι­στια­νοί και υ­πό την προ­στα­σί­α της Γαλ­λί­ας, δεν πή­ρε μέ­ρος στην ε­πα­νά­στα­ση. Ε­ξαί­ρε­ση η Νά­ξος. Ε­δώ την πρω­το­βου­λί­α έ­χει έ­νας ιερωμένος, ο ε­πί­σκο­πος Πα­ρο­να­ξί­ας Ιε­ρό­θε­ος. Μυ­η­μέ­νος στη Φι­λι­κή κα­θο­δη­γεί τους να­ξιώ­τες στις κα­τα­λή­ψεις των με­γά­λων κτη­μά­των. Και στην στε­ρια­νή Ελ­λά­δα οι α­γρό­τες ξε­κι­νάν τις κα­τα­λή­ψεις των κτη­μά­των. Η πιο ση­μα­ντι­κή κί­νη­ση γί­νε­ται στην Ατ­τι­κή με η­γέ­τη τον Με­λέ­τη Βα­σι­λεί­ου, αλ­λά σε μι­κρό­τε­ρη έ­κτα­ση α­γρο­τι­κές ε­ξε­γέρ­σεις συμ­βαί­νουν στον Πύρ­γο, στο Μιστρά, την Μο­νεμ­βα­σί­α και την βό­ρεια Εύ­βοια. Τα ο­ρά­μα­τα της γαλ­λι­κής ε­πα­νά­στα­σης για ι­σό­τη­τα και δι­καιο­σύ­νη φλό­γι­ζαν τα πνεύ­μα­τα σε ό­λη την Ευ­ρώ­πη. Έλ­λη­νες δια­νο­ού­με­νοι του α­στι­κού δια­φω­τι­σμού σαν το Ρή­γα ή τον Α­νώ­νυ­μο της “Ελ­λη­νι­κής Νο­μαρ­χί­ας” τα μπό­λια­σαν στην ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ό­πως και κά­θε α­στι­κή ε­πα­νά­στα­ση, α­νοί­γει έ­ναν ο­ρί­ζο­ντα λα­ϊ­κών διεκδικήσεων πο­λύ πλα­τύ­τε­ρο α­πό ό­σο η ί­δια η α­στι­κή τά­ξη εί­ναι διατεθειμένη να ι­κα­νο­ποι­ή­σει. Η α­στι­κή ε­πα­νά­στα­ση κα­θώς ξε­δι­πλώ­νε­ται ε­μπε­ριέ­χει και το ξε­πέ­ρα­σμά της. Α­πό τα σπλά­χνα της θα βγουν οι Ρο­βε­σπιέ­ροι, οι Σαι­ντ Ζυ­στ και οι Μπα­μπέφ. Η θα­νά­τω­ση των ελ­λή­νων ρο­βε­σπιέ­ρων, η κα­τα­στο­λή των κοι­νω­νι­κών ε­ξε­γέρ­σε­ων και το ελ­λη­νι­κό Θερ­μι­δώρ εί­ναι μια πτυ­χή της ε­πα­νά­στα­σης του 21 που μά­ταια θα την ψά­ξου­με στα κά­θε εί­δους σχο­λι­κά βι­βλί­α.

Η α­ντί­δρα­ση

Ό­ταν το κί­νη­μα στη Μολ­δο­βλα­χί­α ητ­τιέ­ται, η ε­πα­νά­στα­ση έ­χει ε­δραιω­θεί στο Μοριά, τη Ρού­με­λη και τα μι­σά νη­σιά του Αι­γαί­ου. Α­μέ­σως με την έ­κρη­ξη της ε­πα­νά­στα­σης και πα­ράλ­λη­λα με τις πο­λε­μι­κές συ­γκρού­σεις ξε­κι­νά και ο α­γώ­νας για την πο­λι­τι­κή ε­πι­κρά­τη­ση των διά­φο­ρων στρω­μά­των και τά­ξε­ων που έπαιρναν μέ­ρος σε αυ­τή. Η μό­νη ορ­γα­νω­μέ­νη δύ­να­μη ή­ταν η Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α. Θα ή­ταν λο­γι­κό να πε­ρι­μέ­νει κα­νείς πως με την προ­ε­τοι­μα­σί­α που εί­χε κά­νει θα ή­ταν ο α­δια­φι­λο­νί­κη­τος η­γέ­της της ε­πα­νά­στα­σης, αλ­λά δεν συ­νέ­βη έ­τσι. Οι πρό­κρι­τοι, οι αρ­χιε­ρείς, οι φα­να­ριώ­τες, οι πλού­σιοι α­στοί, συμπτύσσουν έ­να ι­σχυ­ρό μέ­τω­πο, που το αντιτάσσουν σε κά­θε “καρ­μπο­νά­ρι­κη ε­κτρο­πή” της ε­πα­νά­στα­σης, δη­λα­δή κά­θε αμ­φι­σβή­τη­ση των δι­καιω­μά­των τους. Το ελ­λη­νι­κό θερ­μι­δώρ ξε­κι­νά και προ­χω­ρά πα­ράλ­λη­λα με την ε­ξέ­λι­ξη της ε­πα­νά­στα­σης. Τον ι­δε­ο­λο­γι­κό α­γώ­να ε­νά­ντια στη Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α α­νέ­λα­βαν οι αρ­χιε­ρείς της Πε­λο­πο­ννήσου. Άλ­λω­στε εί­χαν α­πό πα­λιά έ­τοι­μο το υ­λι­κό που κα­τα­δί­κα­ζε τα καρ­μπο­νά­ρι­κα κι­νή­μα­τα. Η Ε­ται­ρεί­α έ­χει πά­ψει πλέ­ον να λει­τουρ­γεί πο­λι­τι­κά ε­νιαί­α, αν στοι­χειω­δώς λει­τουρ­γού­σε κά­πο­τε. Το κα­λο­καί­ρι του 21 φτά­νει στο Μω­ριά ο Δημ. Υ­ψη­λά­ντης σαν η­γέ­της της Ε­ται­ρεί­ας με­τά τη σύλ­λη­ψη του α­δερ­φού του στη Μολ­δο­βλα­χί­α και δί­νει τον πο­λι­τι­κό τό­νο. Μέ­χρι το τέ­λος θα προ­σπα­θεί να εκ­φρά­σει πο­λι­τι­κά το α­νέ­φι­κτο, δη­λα­δή την κοι­νω­νι­κή ε­νό­τη­τα ό­λων των τά­ξε­ων που έπαιρναν μέ­ρος στον α­γώ­να, πά­νω α­πό τα α­ντι­κρουό­με­να κοι­νω­νι­κά τους συμ­φέ­ρο­ντα. Θα προ­σφέ­ρει μέ­χρι τέ­λος έ­να ευ­ρύ υ­περ­τα­ξι­κό πλαί­σιο, που ο κα­θέ­νας θα μπο­ρεί να ερ­μη­νεύ­ει ό­πως του α­ρέ­σει τα φλο­γι­σμέ­να λό­για των δια­κη­ρύ­ξε­ων, συ­νει­δη­τά α­σα­φή και α­ό­ρι­στα. Στην προ­ε­τοι­μα­σί­α της ε­πα­νά­στα­σης έ­να τέ­τοιο πο­λι­τι­κό πλαί­σιο εί­ναι αρ­κε­τό. Ό­ταν ξε­δι­πλώ­νο­νται οι τα­ξι­κές α­ντι­θέ­σεις, αυ­τές οι δια­κη­ρύ­ξεις γί­νο­νται κου­ρε­λό­χαρ­τα. Μέ­χρι το τέ­λος οι πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πι­φα­νείς η­γέ­τες της Ε­ται­ρεί­ας προ­σπα­θώ­ντας να δια­σώ­σουν μια ε­νό­τη­τα α­νέ­φι­κτη κα­τα­φεύ­γο­ντας στον έ­ναν συμβιβασμό πί­σω α­πό τον άλ­λον. Ο Κο­λο­κο­τρώ­νης, αν και διακήρυττε συ­νέ­χεια πως “η γαλ­λι­κή ε­πα­νά­στα­ση ά­νοι­ξε τα μά­τια των αν­θρώ­πων” πολ­λές φο­ρές με­σο­λά­βη­σε με το κύ­ρος του για να γλιτώσει τους πρό­κρι­τους α­πό το λιντσάρισμα των ε­ξε­γερ­μέ­νων. Α­πέ­να­ντι στις ε­πι­θέ­σεις της α­ντί­δρα­σης λει­τουρ­γούν δι­στα­χτι­κά και συμ­βι­βα­στι­κά. Κα­τα­στο­λή της ε­πα­νά­στα­σης ση­μαί­νει κα­ταρ­χήν δο­λο­φο­νί­ες των ε­πα­να­στα­τών η­γε­τών. Αν ό­μως η α­ντί­δρα­ση α­πέ­να­ντι στους ε­ξέ­χο­ντες Φι­λι­κούς εί­ναι διστακτική α­κό­μη, δεν εί­ναι το ί­διο α­πέ­να­ντι στους η­γέ­τες των λα­ϊ­κών κι­νη­μά­των στα νη­σιά. Πρώ­τοι δο­λο­φο­νού­νται ο Μπα­λής στην Άν­δρο, ο Βα­σι­λεί­ου που νω­ρί­τε­ρα εκδιώχθηκε στην Εύ­βοια και ο Κα­ρα­ντζάς στην Πά­τρα. Ο Ιε­ρό­θε­ος φυ­λα­κί­ζε­ται στην Πε­λο­πόν­νη­σο, Ο Οι­κο­νό­μου, με­τά α­πό πολ­λές logothetis.jpg συλ­λή­ψεις, α­πο­δρά­σεις και α­πό­πει­ρες ε­να­ντί­ον του, ε­κλέ­γε­ται α­πό την Ύ­δρα για την Α΄ Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση και δο­λο­φο­νεί­ται α­πό άν­δρες του Λό­ντου κα­θο­δόν για αυ­τήν. Μό­νο ο Λο­γο­θέ­της έ­μει­νε ο α­δια­φι­λο­νί­κη­τος η­γέ­της στη Σά­μο μέ­χρι το τέ­λος της ε­πα­νά­στα­σης, αλ­λά η Σά­μος μέ­νει α­πο­μο­νω­μέ­νη α­πό τις κε­ντρι­κές ε­ξε­λί­ξεις και τε­λι­κά δεν θα πε­ρι­λη­φθεί στο πρώ­το ελ­λη­νι­κό κρά­τος. Πλέ­ον, στο τέ­λος του 1821 το πα­νί­σχυ­ρο μέ­τω­πο πλοιο­κτη­τών – προ­κρί­των – φα­να­ριω­τών, που πα­ρά τις τό­σες ε­σω­τε­ρι­κές και προ­σω­πι­κές διε­νέ­ξεις στέ­κε­ται συ­μπα­γές ε­νά­ντια στις λα­ϊ­κές διεκ­δι­κή­σεις, έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει σε με­γά­λο βαθ­μό. Αυ­τή η πρό­σκαι­ρη ισορροπία α­πο­τυ­πώ­νε­ται στην Α΄ Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση της Ε­πι­δαύ­ρου το Δε­κέμ­βριο του 21. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, αρ­χι­κά ως τό­πος της ε­θνο­συ­νέ­λευ­σης έ­χει ο­ρι­στεί το Άρ­γος α­πό ό­που με­τα­φέ­ρε­ται ε­σπευ­σμέ­να στην Ε­πί­δαυ­ρο για να ξε­φύ­γουν οι πρό­κρι­τοι α­πό τη λα­ϊ­κή ορ­γή που α­κο­λού­θη­σε την εί­δη­ση της δο­λο­φο­νί­αςτου Οι­κο­νό­μου. Το μέ­τω­πο προ­κρί­των – πλοιο­κτη­τών κυ­ριάρ­χη­σε α­πό­λυ­τα. Α­πό τους 59 εκ­προ­σώ­πους, α­πό την πλευ­ρά της Ε­ται­ρεί­ας ε­κλέ­χτη­καν μό­νο ο Υ­ψη­λά­ντης, ο Πα­πα­φλέσ­σας και ο Κο­λο­κο­τρώ­νης. Ω­στό­σο, δεν εί­ναι α­κό­μη μια νί­κη ο­ρι­στι­κή. Αυ­τή η σύν­θε­ση ο­φεί­λε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στην πο­λι­τι­κή πεί­ρα των προ­κρί­των και λι­γό­τε­ρο στις πραγ­μα­τι­κές κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις. Το κρί­σι­μο ε­πί­δι­κο των τα­ξι­κών συ­γκρού­σε­ων ή­ταν κυ­ρί­ως η γη και μά­λι­στα οι “ε­θνι­κές γαί­ες” τα ε­δά­φη δη­λα­δή που κα­τεί­χε το τούρ­κι­κο κρά­τος ή οι εκ­διω­χθέ­ντες τούρ­κοι. Οι λα­ϊ­κές μά­ζες α­παι­τού­σαν τη δια­νο­μή τους. Οι α­στοί και οι πρό­κρι­τοί ε­πι­ζη­τού­σαν την εκ­ποί­η­σή τους ξέ­ρο­ντας ό­τι έ­τσι θα έ­πε­φταν στα χέ­ρια τους. Το γε­γο­νός ό­τι η η Α΄ Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση δεν τολ­μά να πά­ρει θέ­ση, δεί­χνει πως, πα­ρά τη νί­κη του, το μέ­τω­πο της α­ντί­δρα­σης αι­σθά­νε­ται την σχε­τι­κό­τη­τα αυ­τής της νί­κης. Συμ­βο­λι­κά, το­πο­θε­τούν
τον Υ­ψη­λά­ντη (δια­κο­σμη­τι­κό) πρό­ε­δρο του ε­κτε­λε­στι­κού και τον Κο­λο­κο­τρώ­νη αρ­χι­στρά­τη­γο, σε όρ­γα­να στα ο­ποί­α η α­ντί­δρα­ση εί­χε την α­πό­λυ­τη πλειο­ψη­φί­α.

Το νέ­ο ι­δε­ο­λο­γι­κό πε­ριε­χό­με­νο

Η δια­κή­ρυ­ξη της Ε­θνο­συ­νέ­λευ­σης δια­τυ­πώ­νει με σα­φή­νεια το πο­λι­τι­κό πρό­γραμ­μα της α­ντί­δρα­σης: “Ο κα­τά των Τούρ­κων πό­λε­μος η­μών, μα­κράν του να στη­ρί­ζε­ται εις αρ­χάς τι­νάς δη­μα­γω­γι­κάς και στα­σιώ­δεις ή ι­διω­φε­λείς μέ­ρους τι­νός του σύ­μπα­ντος Ελ­λη­νι­κού Έ­θνους σκο­πούς, εί­ναι πό­λε­μος ε­θνι­κός, πό­λε­μος ιε­ρός, πό­λε­μος του ο­ποί­ου η μό­νη αι­τί­α εί­ναι η α­νά­κτη­σις των δι­καί­ων της προ­σω­πι­κής η­μών ε­λευ­θε­ρί­ας, της ι­διο­κτη­σί­ας και της τι­μής…”. Συμ­βο­λι­κά, ε­γκα­τα­λεί­πε­ται η ση­μαί­α της Φι­λι­κής Ε­ται­ρεί­ας που φά­ντα­ζε πο­λύ καρ­μπο­νά­ρι­κη, ό­πως και η πα­λαιό­τε­ρη πρό­τα­ση του Κο­λο­κο­τρώ­νη για μια ση­μαί­α που θα έ­χει δί­πλα στο σταυ­ρό την η­μι­σέ­λη­νο. Πα­ράλ­λη­λα με την πρα­κτι­κή κα­τα­στο­λή των λα­ϊ­κών αι­τη­μά­των γί­νε­ται και ο ε­πα­να­κα­θο­ρι­σμός της ε­πα­νά­στα­σης. Δη­λα­δή, ε­άν πρέ­πει να εξαλειφθεί ο “καρ­μπο­να­ρι­σμός”, σε α­ντι­κα­τά­στα­σή του θα πρέ­πει να στη­θούν δυο νέ­οι ι­δε­ο­λο­γι­κοί πυ­λώ­νες: το έ­θνος και η θρη­σκεί­α. Στην ε­πα­νά­στα­ση πή­ραν μέ­ρος πολ­λοί μου­σουλ­μά­νοι, αρ­βα­νί­τες αλ­λά και τούρ­κοι. Ο πα­ρα­γκω­νι­σμός τους, η α­πο­μό­νω­σή τους και τε­λι­κά η ε­ξό­ντω­σή τους εί­ναι το ε­πό­με­νο κα­θή­κον που α­να­λαμ­βά­νει το μέ­τω­πο των προ­κρί­των – δε­σπο­τά­δων. Φυ­σι­κά, δεν θα δια­βά­σου­με σε κα­νέ­να σχο­λι­κό βι­βλί­ο για τους τό­σους μου­σουλ­μά­νους ο­πλαρ­χη­γούς που πή­ραν ε­πα­νά­στα­ση κυ­ρί­ως στην Ή­πει­ρο, στις χα­ο­τι­κές κα­τα­στά­σεις που δη­μιουρ­γή­θη­καν με το κί­νη­μα του Α­λή Πα­σά και την κα­τα­στο­λή του, ού­τε για το πλή­θος μου­σουλ­μά­νων που υ­πη­ρε­τού­σε κά­τω α­πό τους διά­φο­ρους ο­πλαρ­χη­γούς και κυ­ρί­ως στον Κο­λο­κο­τρώ­νη και τον Αν­δρού­τσο. Ω­στό­σο, ή­ταν και πολ­λοί και ση­μα­ντι­κοί για την έκ­βα­ση των πο­λε­μι­κών ε­πι­χει­ρή­σε­ων, που ο Υ­ψη­λά­ντης έ­νοιω­σε υ­πο­χρε­ω­μέ­νος να τους α­πο­στεί­λει μια θερ­μή ευ­χα­ρι­στή­ρια ε­πι­στο­λή για να α­να­νε­ώ­σει τη συμ­μα­χί­α. Στην Χιμάρα μά­λι­στα, ό­που εί­χαν γί­νει ή­δη κύ­ριοι της πε­ριο­χής, ζή­τη­σαν με τον πιο ε­πί­ση­μο τρό­πο την έ­ντα­ξή της πε­ριο­χής στα ό­ρια του ελ­λη­νι­κού κρά­τους με μό­νο α­ντάλ­λαγ­μα τη δια­τή­ρη­ση της θρη­σκεί­ας τους. Στο Σύ­νταγ­μα της Ε­πι­δαύ­ρου οι δε­σπο­τά­δες και οι πρό­κρι­τοι ο­ρί­ζουν ή­δη α­πό στη δεύ­τε­ρη πα­ρά­γρα­φο το νέ­ο πλαί­σιο: “Έλ­λη­νες, εί­ναι ό­σοι αυ­τό­χθο­νες πι­στεύ­ου­σιν εις Χρι­στόν”. Δεν μέ­νει πλέ­ον πα­ρά να ε­φαρ­μο­στεί και στην πρά­ξη. Και αυ­τό γί­νε­ται, αλ­λά ε­δώ τα πράγ­μα­τα εί­ναι πιο σύν­θε­τα, α­φού σε με­γά­λο βαθ­μό βρί­σκο­νται στις δυ­νά­μεις των κλε­φτών που α­πο­τε­λούν το στρα­τιω­τι­κό κορ­μό σε Μοριά και Ρού­με­λη. Α­πέ­χου­με ή­δη πο­λύ μα­κριά α­πό τις διακηρύξεις του α­στι­κού δια­φω­τι­σμού και την προ­τρο­πή του Ρή­γα Φε­ραί­ου που ζη­τού­σε “να σφά­ξου­με τους λύ­κους που τον ζυ­γόν βα­στούν και Χρι­στια­νούς και Τούρ­κους σκλη­ρά τους τυ­ραν­νούν”.Ο μό­νος τρό­πος να βρει θέ­ση η εκ­κλη­σί­α στους νέ­ους συ­σχε­τι­σμούς ή­ταν να πά­ρει μέ­ρος στην ε­πα­νά­στα­ση εκ των υ­στέ­ρων και από το πα­ρά­θυ­ρο. Η εκ­κλη­σί­α, ο μη­χα­νι­σμός της, η ι­διο­κτη­σί­α της, ο συντηρητισμός της, ή­ταν ο α­πα­ραί­τη­τος σύμ­μα­χος των α­στών στην α­πο­κά­θαρ­ση της ελ­λη­νι­κής ε­πα­νά­στα­σης α­πό τον καρ­μπο­να­ρι­σμό της και δεν εί­χαν κα­νέ­να πρό­βλη­μα, ό­χι μό­νο να μην θί­ξουν σε τί­πο­τα τα προ­νό­μιά της, αλ­λά να της α­να­γνω­ρί­σουν και έ­να ρό­λο πο­λύ κα­θο­ρι­στι­κό στο νέ­ο κρά­τος. Ει­δι­κά μά­λι­στα, που στη θέ­ση της πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σής της βρέ­θη­καν οι πρό­κρι­τοι που στις το­πι­κές κοι­νό­τη­τές τους δέ­νο­νταν με την εκ­κλη­σί­α με πλεί­στα δε­σμά συμ­φε­ρό­ντων. Έ­τσι, μια σει­ρά μέ­τρα πάρ­θη­καν ώ­στε να δια­σφα­λι­στεί ο ρό­λος της. Πα­ράλ­λη­λα, η εκ­κλη­σί­α έ­χει έ­να ε­πι­πλέ­ον ση­μα­ντι­κό κα­θή­κον στην συ­γκρό­τη­ση του ελ­λη­νι­κού έ­θνους-κρά­τους, την ελ­λη­νο­ποί­η­ση του πλη­θυ­σμού του. Πλη­θυ­σμοί με ρευ­στή ε­θνι­κή συ­νεί­δη­ση (αρ­βα­νί­τες, βλά­χοι, σλά­βοι, κα­θο­λι­κοί νη­σιώ­τες, κλπ) μπο­λιά­ζο­νται πλέ­ον με τον κορ­μό του έ­θνους, ό­χι μέ­σω των “α­να­τρε­πτι­κών” δια­κη­ρύ­ξε­ων του δια­φω­τι­σμού, αλ­λά μέ­σω της ορ­θό­δο­ξης εκ­κλη­σί­ας. Ό­ποια γλώσ­σα κι αν μι­λά­νε, κα­τα­λα­βαί­νουν και μι­λά­νε τα ελ­λη­νι­κά που α­κού­νε κά­θε Κυ­ρια­κή στην εκ­κλη­σί­α. Πράγ­μα­τι, τα ε­πό­με­να χρό­νια η εκ­κλη­σί­α θα γί­νει ο μη­χα­νι­σμός ελ­λη­νο­ποί­η­σης των ε­τε­ρό­κλη­των ορ­θό­δο­ξων πλη­θυ­σμών που βρί­σκο­νται στο ελ­λη­νι­κό κρά­τος και στις με­τα­γε­νέ­στε­ρες ε­πε­κτά­σεις του.

Μια νέ­α ι­σορ­ρο­πί­α

Η ορ­γή α­πό την κα­τα­στο­λή της α­ντί­δρα­σης, κα­θώς οι κοι­νω­νι­κές ε­ξε­γέρ­σεις έ­χουν κα­τα­στα­λεί ή εί­ναι α­κέ­φα­λες, βρί­σκει διέ­ξο­δο στους η­γέ­τες των κλε­φταρ­μα­το­λών και στους η­γέ­τες της Ε­ται­ρεί­ας, που σε με­γά­λο βαθ­μό ταυ­τί­ζο­νται. Πλέ­ον σε αυ­τούς πέ­φτει το βά­ρος της εκ­προ­σώ­πη­σης των συμ­φε­ρό­ντων των λα­ϊ­κών τά­ξε­ων. Οι στρα­τιω­τι­κές ε­πι­τυ­χί­ες έ­χουν συ­γκρο­τή­σει μια στα­θε­ρή ε­δα­φι­κή βά­ση για την ε­πα­νά­στα­ση. Η στρα­τιω­τι­κή στα­θε­ρο­ποί­η­ση δί­νει την δυ­να­τό­τη­τα στην α­ντί­δρα­ση να προ­χω­ρή­σει σε α­νοι­χτή ρή­ξη πια με τους κα­πε­τα­ναί­ους και τη Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α. Οι δυ­νά­μεις τους εί­ναι ή­δη ε­ξα­σθε­νη­μέ­νες α­πό τις πολ­λές στρα­τιω­τι­κές α­να­με­τρή­σεις. Πολ­λοί έ­πε­σαν στη μά­χη. Για τους υ­πό­λοι­πους φρό­ντι­σε η α­ντί­δρα­ση. Στα­δια­κά, αλ­λά συ­στη­μα­τι­κά, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι Φι­λι­κοί θα βγαί­νουν α­πό τη μέ­ση. Ο Υ­ψη­λά­ντης κα­θαι­ρεί­ται και στε­ρεί­ται τα πο­λι­τι­κά του δι­καιώ­μα­τα. Ο Κο­λο­κο­τρώ­νης φυ­λα­κί­ζε­ται, ο Ο­δυσ­σέ­ας Αν­δρού­τσος κα­τα­διώ­κε­ται, φυ­λα­κί­ζε­ται και δο­λο­φο­νεί­ται. Ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης δο­λο­φο­νεί­ται ε­πί­σης σε μια α­νοι­χτή προ­βο­κά­τσια για να πα­ρου­σιά­σουν τον ε­λευ­θε­ρω­τή της Ρού­με­λης σαν “σκο­τω­μέ­νο στη μά­χη”. Ο θρί­αμ­βος της α­ντί­δρα­σης α­πο­τυ­πώ­νε­ται στη Β΄ Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση. Την ο­λο­κλη­ρω­τι­κή νί­κη της α­ντί­δρα­σης δεν θα τη βρού­με στις δια­κη­ρύ­ξεις της Συ­νέ­λευ­σης αλ­λά στην α­πό­φα­ση που ψη­φί­στη­κε για την εκ­ποί­η­ση των “ε­θνι­κών γαιών”. Ω­στό­σο, η α­ντί­δρα­ση που συ­να­ντά η εκ­ποί­η­ση εί­ναι τό­σο με­γά­λη, που τε­λι­κά δεν ε­φαρ­μό­ζε­ται πα­ρά σαν πε­ρι­στα­σια­κά. Πα­ράλ­λη­λα, και α­μέ­σως με­τά την ε­δραί­ω­σή του, στο μπλοκ της α­ντί­δρα­σης εκ­δη­λώ­νε­ται ο α­ντα­γω­νι­σμός των με­ρών που το α­πο­τε­λούν. Α­νά­με­σα στις διά­φο­ρες ο­μά­δες προ­κρί­των ξε­σπάν σφο­δρές ε­σω­τε­ρι­κές συ­γκρού­σεις, που παίρ­νουν και τη μορ­φή α­νοι­χτής πο­λε­μι­κής σύ­γκρου­σης. Η ε­πα­νά­στα­ση έ­χει φτά­σει στο να­δίρ. Τα στρα­τιω­τι­κά γε­γο­νό­τα ό­μως δεν κά­νουν υ­πο­μο­νή. Α­φού ο τούρ­κι­κος στρα­τός έ­χει ξε­κα­θα­ρί­σει με τα μέ­τω­πα σε Ή­πει­ρο και Σερ­βί­α, πέ­φτει πά­νω στην Ρού­με­λη, σε συνδυασμό με την α­πό­βα­ση των αι­γυ­πτια­κών δυ­νά­με­ων του Ι­μπρα­ήμ στο Μο­ριά. Και πά­λι θα κλι­θούν οι κα­πε­τα­ναί­οι και οι Φι­λι­κοί για να α­ντι­με­τω­πί­σουν την κα­τά­στα­ση. Ο Πα­πα­φλέσ­σας θα πε­θά­νει η­ρω­ι­κά στο Μα­νιά­κι, ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης στο Φά­λη­ρο, ο Υ­ψη­λά­ντης θα κα­τα­φέ­ρει να συ­γκρα­τή­σει τους ε­πι­τι­θέ­με­νους στους Μύ­λους της Αρ­γο­λί­δας. Η ε­πα­νά­στα­ση κρέ­με­ται α­πό μια κλω­στή και α­παι­τού­νται ρι­ζι­κά μέ­τρα. Η Γ΄ Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση ξε­κι­νά τις ερ­γα­σί­ες της τη στιγ­μή α­κρι­βώς που πέ­φτει το Με­σο­λόγ­γι και τις δια­κό­πτει α­μέ­σως για να ξα­ναρ­χί­σει σχε­δόν έ­να χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, το Μάρ­τη του 27. Ως τό­τε ό­μως αρ­κε­τά πράγ­μα­τα έ­χουν αλ­λά­ξει. Οι Κο­λο­κο­τρώ­νης και Υ­ψη­λά­ντης εί­ναι οι μό­νοι που μπό­ρε­σαν να προ­τά­ξουν μια α­ντί­στα­ση στην Πε­λο­πόν­νη­σο, έ­στω κι αν δεν κα­τόρ­θω­σαν να διώ­ξουν τις αι­γυ­πτια­κές δυ­νά­μεις. Στη Στε­ρε­ά πα­ρά τις α­πα­νω­τές ήτ­τες δια­τη­ρού­νται ε­στί­ες α­ντί­στα­σης. Αυ­τό ό­μως που γέρ­νει την πλά­στι­γγα στο στρα­τιω­τι­κό πε­δί­ο εί­ναι κυ­ρί­ως η ε­πέμ­βα­ση των ευ­ρω­πα­ϊ­κών δυ­νά­με­ων που δυ­σχε­ραί­νουν τη θέ­ση του τούρ­κι­κου στρα­τού: η ναυ­μα­χί­α του Ναβαρίνου, η α­πο­βί­βα­ση γαλ­λι­κών δυ­νά­με­ων στο Μο­ριά και κυ­ρί­ως ο Ρω­σο­τουρ­κι­κός πό­λε­μος που έ­φε­ρε τους Ρώ­σους μέ­χρι την Αν­δρια­νού­πο­λη. Η α­να­τρο­πή στο στρα­τιω­τι­κό το­μέ­α κα­θό­ρι­σε και νέ­ες πο­λι­τι­κές ι­σορ­ρο­πί­ες. Πολ­λοί πρό­κρι­τοι και φα­να­ριώ­τες που “με­γα­λουρ­γού­σαν” την προ­η­γού­με­νη περίοδο, αποσύρονται α­πό το προ­σκή­νιο κα­θώς έ­χουν κα­τα­στεί α­νυ­πό­ληπτοι. Οι φυ­λα­κι­σμέ­νοι και κα­τα­τρεγ­μέ­νοι η­γέ­τες της Ε­ται­ρεί­ας έ­χουν κα­τα­γρα­φεί σαν οι σω­τή­ρες της ε­πα­νά­στα­σης. Αυ­τή η νέ­α πο­λι­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αποτυπώνονται τε­λι­κά στην Γ΄ Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση στην Τροι­ζί­να. Η α­πο­κα­τά­στα­ση του Υ­ψη­λά­ντη και η α­κύ­ρω­ση ό­σων εκ­ποι­ή­σε­ων των “ε­θνι­κών γαιών” εί­χαν συ­να­φθεί, εί­ναι τα πρώ­τα μέ­τρα της Συ­νέ­λευ­σης. Οι βα­σι­κές της πο­λι­τι­κές α­πο­φά­σεις ω­στό­σο εί­ναι δύ­ο: α) Υ­ιο­θε­τεί το Σύ­νταγ­μα της Τροι­ζί­νας, το πιο φι­λε­λεύ­θε­ρο α­στι­κό σύ­νταγ­μα της ε­πο­χής του και β) α­να­θέ­τει
στον Κα­πο­δί­στρια την κυ­βέρ­νη­ση της χώ­ρας. Με την ε­κλο­γή του Κα­πο­δί­στρια, ου­σια­στι­κά κλεί­νει και ο κύ­κλος της ε­πα­νά­στα­σης και μπαί­νου­με στην ι­στο­ρί­α του νέ­ου ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Τα ζη­τή­μα­τα που ά­νοι­ξε η ε­πα­νά­στα­ση του 21 βρί­σκουν προ­σω­ρι­νά μια νέ­α ι­σορ­ρο­πί­α στη βο­να­παρ­τί­στι­κη δια­κυ­βέρ­νη­ση του Κα­πο­δί­στρια, ό­μως ό­χι μό­νο δεν λύ­νο­νται, αλ­λά θα ε­κρα­γούν το α­μέ­σως ε­πό­με­νο διά­στη­μα. Η ε­πα­νά­στα­ση του 1821, ιδωμένη μα­κριά α­πό ε­θνι­κούς και θε­ο­λο­γι­κούς μύ­θους, α­πο­τε­λεί έ­ναν κρί­κο η­ρω­ι­κό και τρα­γι­κό στην προ­σπά­θεια της αν­θρω­πό­τη­τας για την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της. Για τους κα­πι­τα­λι­στές θα α­πο­τε­λεί πρό­σφο­ρο έ­δα­φος για να καλ­λιερ­γούν την ε­θνι­κή ε­νό­τη­τα και τη διαιώ­νι­ση του κρά­τους τους και της ε­ξου­σί­ας τους. Για τους ε­πα­να­στά­τες ό­μως θα α­πο­τε­λεί έ­μπνευ­ση, ό­πως και ό­λες οι με­γά­λες α­στι­κές ε­πα­να­στά­σεις. Η ει­λι­κρι­νή προ­σπά­θεια των ε­πα­να­στα­τών αυ­τών (των για­κο­βί­νων, των καρ­μπο­νά­ρων, των ελ­λή­νων Φι­λι­κών, των Μπα­λή, Οι­κο­νό­μου, Λο­γο­θέ­τη) να φέ­ρουν στις έ­σχα­τες συ­νέ­πειές τους τις δια­κη­ρύ­ξεις για ε­λευ­θε­ρί­α και ι­σό­τη­τα σκό­ντα­φτε στα ό­ρια της ε­πο­χής τους και ό­χι στην ε­πα­να­στα­τι­κή τους φλό­γα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου