Ο πόλεμος των τριών ημερών [των Π.Ντούλα, Α.Μπάλλα, Π.Φύτρου]
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ
(Συμβολή στον προσυνεδριακό διάλογο της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α
με αφορμή τις τρεις μεγάλες μέρες της εκπαίδευσης)
Την προηγούμενη εβδομάδα ο κλάδος των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας έζησε μια καινούργια άνοιξη. Ξαφνικά, ακόμα και ΕΛΜΕ που εδώ και χρόνια το μόνο που έκαναν ήταν να μαζεύονται για να κάνουν εκλογές, ζωντάνεψαν, και ο κλάδος έφτασε στα πρόθυρα μιας σφοδρότατης σύγκρουσης με την κυβέρνηση. Χιλιάδες εργαζόμενοι συμμετείχαν στις γενικές συνελεύσεις και ψήφισαν απεργία, όχι μόνο για να προασπίσουν τα εργασιακά τους δικαιώματα, αλλά και για να απαντήσουν σε ένα μείζον πολιτικό ζήτημα, αυτό της προληπτικής πολιτικής επιστράτευσης. Και εδώ είναι ένα πρώτο στοιχείο που πρέπει να κρατήσουμε: η ψήφος στις συνελεύσεις δεν αφορούσε μόνο τα εργασιακά αιτήματα των εκπαιδευτικών, αλλά ήταν και ψήφος καταδίκης και αντίστασης στο ιδιότυπο καθεστώς έκτακτης ανάγκης στο οποίο ζούμε.
Προληπτική επιστράτευση
Η προληπτική επιστράτευση αποτελεί
πολιτική τομή στην κατεύθυνση σκλήρυνσης της καταστολής, η οποία αμφισβητεί το ίδιο το δικαίωμα στην απεργία. Γι’ αυτό, όχι μόνο συσπείρωσε τον κλάδο, αλλά και μετασχημάτισε επί της ουσίας και το χαρακτήρα της απεργίας. Από απεργία με κλαδικά αιτήματα τη μετέτρεπε σε μείζονα πολιτική σύγκρουση που είχε να κάνει με την προάσπιση θεμελιωδών δημοκρατικών κατακτήσεων του λαϊκού κινήματος.
Η τρικομματική χούντα με την προληπτική επιστράτευση έκανε μία πολύ επιθετική κίνηση και επιδίωκε να περάσει ένα σαφές μήνυμα: Στην Ελλάδα του μνημονίου, όχι μόνο δεν επιτρέπεται να γίνουν απεργίες που αμφισβητούν την κυρίαρχη πολιτική, αλλά και όποιος τολμήσει θα αντιμετωπιστεί με σκληρή καταστολή. Και εδώ πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: αυτή η επιλογή δεν είναι συγκυριακή, αλλά στρατηγική επιλογή για το πώς θα αντιμετωπιστούν οι λαϊκές αντιδράσεις, ενταγμένη στην εμπέδωση του δόγματος «νόμος και τάξη». Γι’ αυτό και είναι λανθασμένες αντιλήψεις που θεωρούν τις επιστρατεύσεις αμυντικές κινήσεις της κυβέρνησης, που παίζει το τελευταίο της χαρτί απέναντι στο λαϊκό παράγοντα. Φυσικά και στην εποχή της κρίσης, οι επιλογές του κράτους έχουν και το χαρακτήρα της προληπτικής θωράκισης απέναντι στις λαϊκές αντιστάσεις, αυτό όμως απέχει πολύ από το να υποστηριχθεί ότι η κυβέρνηση αμύνεται. Αντίθετα επιτίθεται στο κίνημα, επιδιώκει να περάσει την αντίληψη -ειδικά όσο οι επιστρατεύσεις δε σπάνε και δε δημιουργούν μείζον πολιτικό ζήτημα- ότι κάθε αντίσταση είναι μάταιη, και κερδίζει ακροατήριο σε μια νεοσυντηρητική λογική. Άλλωστε, στη νέα αφήγηση της σταθερότητας και της επερχόμενης ανάπτυξης που επιδιώκει να συγκροτήσει η κυβέρνηση, η λογική του τέλους των συντεχνιών παίζει κεντρικό ρόλο. Γι’ αυτό και είναι λάθος και να μη βλέπουμε στις επιλογές της κυβέρνησης και ένα στοιχείο σκληρού νεοφιλελευθερισμού: το υλικό και ηθικό χτύπημα στο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα. Ειδικά για την περίπτωση μας, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η κινητοποίηση χιλιάδων εργαζομένων στις γενικές συνελεύσεις απέδειξε ότι τα 89 πρωτοβάθμια σωματεία της ΟΛΜΕ με την ύπαρξη ενός ισχυρού δικτύου σχημάτων της αντικαπιταλιστικής ριζοσπαστικής αριστεράς και η δυνατότητα ενιαίας έκφρασής τους είναι μεγάλη κατάκτηση για το λαϊκό κίνημα σήμερα συνολικά, εν δυνάμει κίνδυνος τον οποίο η κυβέρνηση θέλει να εκμηδενίσει. Γι’ αυτό βασική διάσταση και της πολιτικής της κυβέρνησης στην εκπαίδευση είναι να δώσει και καίρια χτυπήματα, να αποδυναμώσει και να διαλύσει επί της ουσίας αυτή τη βασική συνιστώσα του υπαρκτού σήμερα οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος.
Η αριστερά της κοινωνικής γαλήνης…
Τα παραπάνω κάνουν σαφές ότι ενδεχόμενο σπάσιμο της επιστράτευσης στην εκπαίδευση τη στιγμή των πανελλαδικών εξετάσεων θα αντιμετωπιζόταν με σκληρή καταστολή και αντίποινα. Αυτό το δεδομένο θα δημιουργούσε μία σφοδρότατη πολιτική σύγκρουση στην οποία τα κόμματα της αριστεράς θα έπρεπε να εμπλακούν. Και αυτό είναι το σημείο που εν πολλοίς έκρινε την τύχη της απεργίας των καθηγητών, κατ’ ουσίαν πριν ξεκινήσει. Το βάρος ξεπέρναγε τις πλάτες της ΟΛΜΕ, και ούτε το ΚΚΕ, ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ του 27% τόλμησαν να το σηκώσουν, καθώς δεν είχαν καμιά διάθεση να δώσουν τέτοια μάχη.
Συγκεκριμένα:
Το ΚΚΕ δεν ήθελε την απεργία και δεν έδωσε καμία πολιτική κάλυψη. Γι’ αυτό και προχώρησε και σε άθλιες υπονομευτικές κινήσεις από την αρχή. Οι δηλώσεις των στελεχών του, που ουσιαστικά καταδίκαζαν πολιτικά την απεργία στις εξετάσεις πριν αρχίσει και η προκήρυξη της ΚΝΕ που …κατήγγειλε την ΟΛΜΕ είναι ενδεικτικές. Πέρα από αυτά όμως, προχώρησε και στην άκρως υπονομευτική κίνηση να συμμαχήσει με τη ΔΑΚΕ –ΠΑΣΚΕ στην ΑΔΕΔΥ προκειμένου να ανακόψει τις όποιες διαθέσεις. Η απεργία της Τρίτης 14/05 τέτοια κίνηση ήταν. Για την ιστορία, ακόμα και η επιλογή της ημέρας δεν ήταν τυχαία. Η Τετάρτη 15/05 θα σηματοδοτούσε επιλογή σύγκρουσης (γίνονται σύλλογοι διδασκόντων για τα αποτελέσματα και άρχιζε η επιστράτευση), η Τρίτη απλά υπονόμευε τις συνελεύσεις… Είναι θλιβερό αυτοί που καταγγέλλουν τη γραφειοκρατία να συμμαχούν με ΔΑΚΕ -ΠΑΣΚΕ ενάντια σε μια απεργία, τη στιγμή που ούτε ένα σωματείο του ΠΑΜΕ δεν έβαλε, έστω συμβολικά, στάση εργασίας ενάντια στην επιστράτευση. Το κριτήριο του κόμματος ήταν καθαρό: καμιά σύγκρουση που θα ενισχύσει το ΣΥΡΙΖΑ σε πολιτικό επίπεδο (και τις Παρεμβάσεις σε κλαδικό), αλλά τεκμηριώνεται και θεωρητικά από την αντίληψη περί τέλους των κλαδικών αγώνων, αλλά και την εργατίστικη πεποίθηση ότι οι καθηγητές ως μικροαστικό στρώμα δεν μπορούν να δώσουν σοβαρή μάχη… Μετά από αυτά, το ΠΑΜΕ κάνει ξεκάθαρες κάποιες επιλογές οι οποίες μόνο με σφοδρή κριτική μπορούν να μετατοπιστούν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ (είναι σαφές ότι δε μιλάμε για συνδικαλιστικές, αλλά για πολιτικές επιλογές), αμήχανα επέλεξε μια στάση πολιτικαντισμού, που μπορεί να συνοψιστεί στη φράση «οι πάντες έχουν δίκιο εκτός από την κυβέρνηση». Το μείζον όμως δεν είναι τι έλεγε, αλλά τι δεν έλεγε και τι δεν έκανε. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να κάνει μία ξεκάθαρη δήλωση: «η επιστράτευση είναι αντισυνταγματική και πρέπει να σπάσει». Αντιθέτως, προτίμησε να μην εμπλακεί σε μια κατάσταση που θα χάλαγε την τακτική του «ώριμου φρούτου», καθώς θα οδηγούσε σε σφοδρή πολιτική και κινηματική σύγκρουση, η οποία ή θα έπρεπε να απαντηθεί με την κινητοποίηση όλων των συνδικαλιστικών του δυνάμεων και την προβολή του αιτήματος ανατροπής τις κυβέρνησης, ή δε θα απαντιόταν και θα όξυνε τις αντιφάσεις του στο έπακρο, καθώς θα άνοιγαν πολύ περισσότερα θέματα από τη στάση του κόμματος σε μια κλαδική απεργία. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αγωνιστική Συνεργασία, φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων, μεταφέροντας τη γραμμή για άνευ όρων κλείσιμο της απεργίας και ενισχύοντας έτσι την απογοήτευση του κλάδου, αλλά και μια στάση εχθρική προς την οργανωμένη συνδικαλιστική πάλη γενικά.
Και πάλι η γραφειοκρατία…
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η στάση των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, αλλά και πολλών ομοσπονδιών. Με την εξαίρεση της ΔΟΕ, που μετά από πιέσεις έβγαλε απεργία συμπαράστασης δεν υπήρξε καμιά άλλη κινητοποίηση συμπαράστασης. Η ΑΔΕΔΥ, όχι μόνο δεν στήριξε την ΟΛΜΕ, αλλά το προεδρείο της προχώρησε και σε δηλώσεις καταδίκης της απεργίας!!! Οι αποφάσεις κάποιων λίγων πρωτοβάθμιων σωματείων όπου δραστηριοποιούνται συνδικαλιστές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να υποκαταστήσει την ανάγκη κινητοποίησης μεγάλων χώρων του εργατικού κινήματος. Και εδώ είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να μας διδάξει η απεργία. Οφείλουμε πλέον να σκεφτόμαστε με το δεδομένο ότι οι συνομοσπονδίες, με ένα συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό τους που είτε έχει βγει από το παρελθόν, είτε είναι κατασκευασμένος, εκφράζουν έναν συνδικαλισμό που δεν έχει διάθεση όχι μόνο να πυροδοτήσει, αλλά ούτε να στηρίξει μεγάλες συγκρούσεις. Δεδομένου και του χαρακτήρα του ΠΑΜΕ, σήμερα χρειάζεται, αξιοποιώντας και τις αλλαγές των συσχετισμών σε σωματεία και ομοσπονδίες και τις υπαρκτές αγωνιστικές διαθέσεις στο εργατικό κίνημα, να δημιουργηθεί ένα αγωνιστικό σημείο αναφοράς που να μπορεί να παίρνει πρωτοβουλίες στο κίνημα. Ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων και οι επιμέρους συντονισμοί (ομοσπονδιών, κλαδικοί κλπ), απέχουν φυσικά από το να μπορούν να σηκώσουν τέτοιο βάρος, όμως μπορούν να ενισχύσουν μια τέτοια κατεύθυνση. Οφείλουμε λοιπόν να σκεφτούμε σοβαρά για το ποιες προϋποθέσεις είναι αναγκαίες, ώστε να μπορέσουν να παίξουν αυτό το ρόλο στο εργατικό κίνημα στο άμεσο μέλλον.
Τελικά τι παίχτηκε στους καθηγητές;
Εν ολίγοις λοιπόν, ο κλάδος είχε αδειαστεί και από την αριστερά και από τις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Σε μια τέτοια κατάσταση αυτό που έμενε ως κύριο κριτήριο είναι η εσωτερική δυναμική του κλάδου, τόσο ο βαθμός προετοιμασίας του, όσο και οι διαθέσεις του. Είμαστε αντίθετοι με μια λογική που δε βλέπει τις πραγματικές αντιφάσεις του εκπαιδευτικού σώματος, μένει στο σχήμα «οι μάζες βράζουν και η γραφειοκρατία ξεπουλά» και κατ’ ουσίαν δεν εξυπηρετεί τίποτα άλλο από εύκολες αφηγήσεις εντός του χώρου τις αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Δυστυχώς, αν δεν αποτιμήσουμε με ειλικρίνεια αυτό που έγινε, πολύ απλά θα το ξαναζήσουμε σύντομα… Η παραπάνω αντίληψη παραβλέπει πολλά δεδομένα: τη φύση και τη σφοδρότητα της σύγκρουσης στην οποία καλούνταν ο κόσμος να συμμετάσχει, την ελλιπή προετοιμασία του κλάδου, την απομόνωσή του και κυρίως το ότι σε λίγες ΕΛΜΕ είχε μπει ξεκάθαρα το ερώτημα για το αν και πώς θα σπάσει ή όχι η επιστράτευση. Αντίθετα δεν ήταν λίγες οι συνελεύσεις όπου από ΔΑΚΕ και Συνεργασία έμπαινε ξεκάθαρα το θέμα, άλλο η ψήφιση, άλλο η υλοποίησή της απεργίας… Με αυτά τα δεδομένα, ενώ ήταν σαφές ότι υπήρχε πραγματικό ερώτημα για το τι θα κάνουμε με την επιστράτευση, φτάσαμε στη συνέλευση των προέδρων με λίγες ΕΛΜΕ να έχουν απαντήσει καθαρά ότι κινούνται στην κατεύθυνση σπασίματος της επιστράτευσης. Αυτό το τελευταίο ήταν σημαντικό λάθος και δικό μας, άφηνε τη δυνατότητα κάθε ερμηνείας των διαθέσεων του κόσμου, και ήταν η βάση πάνω στην οποία πάτησε το κλείσιμο της απεργίας με τη μορφή που το είδαμε. Για εμάς πάντως είναι σαφές ότι δεν ανακόπηκε μια απεργία δεκάδων χιλιάδων εκπαιδευτικών κόντρα στην επιστράτευση. Αυτό που έκανε το πραξικόπημα που συντελέστηκε στη συνέλευση των προέδρων ήταν να ανακόψει μια δυναμική που διαμορφωνόταν και μπορούσε με τις κατάλληλες επιλογές να οδηγήσει σε σφοδρή πολιτική σύγκρουση και να δημιουργήσει ζήτημα στην κυβέρνηση, το οποίο θα χάλαγε το κλίμα της δήθεν σταθερότητας. Ένα τέτοιο γεγονός θα δημιουργούσε τη δυνατότητα να ξανανοίξει ο κινηματικός κύκλος. Αυτό είναι που αρνήθηκαν να κάνουν τα κόμματα τις ρεφορμιστικής αριστεράς, να συγκρουστούν πολιτικά με την κυβέρνηση για το θέμα της επιστράτευσης και να δοκιμάσουν να ξανανοίξουν τον κινηματικό κύκλο. Και γι’ αυτό και επέλεξαν να κλείσουν την όλη ιστορία με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν ορθή η πρόταση της εκπροσώπου των Παρεμβάσεων στο Δ.Σ. τις ΟΛΜΕ, καθώς αυτό που εξασφάλιζε ήταν να θέσει το νέο πολιτικό επίδικο της σύγκρουσης (την επιστράτευση), να επιτρέψει πολιτικές και κινηματικές κινήσεις, ενώ παράλληλα θα ενέπλεκε σε μια διαδικασία ανυπακοής ένα κρίσιμο δυναμικό από όλους τους πολιτικούς χώρους, καλύπτοντας έτσι και όσους θα απεργούσαν.
Συγκρότηση συνδικαλιστικού ρεύματος, τώρα!
Το ότι υπήρξαν γενικές συνελεύσεις παντού και κινητοποιήθηκε ένας ολόκληρος κλάδος στην κατεύθυνση μιας τέτοιας σύγκρουσης με την κυβέρνηση, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μακρόχρονη ύπαρξη και δράση των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων. Οι Παρεμβάσεις με την επιμονή τους σε ένα συνδικαλισμό που στηρίζεται στη δημοκρατία στη βάση, τις γενικές συνελεύσεις και στα ζωντανά πρωτοβάθμια σωματεία, ακόμα και σε περιόδους κινηματικής άπνοιας, έχουν κατορθώσει να κρατήσουν ζωντανή μία ομοσπονδία που εκπροσωπεί 85.000 εργαζόμενους και αποδεικνύει ότι μπορεί να είναι μια πολύ μεγάλη συνδικαλιστική δύναμη. Γι’ αυτό η ενίσχυση και η εξάπλωση του δικτύου των Παρεμβάσεων είναι βασικό καθήκον για εμάς, αλλά και αναγκαίος όρος για την ισχυροποίηση του εκπαιδευτικού κινήματος. Στο ίδιο πλαίσιο οφείλουμε να βρούμε και τρόπους υπέρβασης των αδυναμιών των ίδιων των Παρεμβάσεων. Η ενίσχυση της δημοκρατικής και πολιτικής λειτουργίας τους, ώστε τα διάφορα ρεύματα που δραστηριοποιούνται εντός τους να μπορούν να συνθέτουν, οι αποφάσεις να ενοποιούν όσο είναι δυνατόν τη δράση του δυναμικού τους και να ενισχυθεί και η πολιτική παρουσία τους είναι άμεσα καθήκοντα και ζητούμενα.
Το εγχείρημα των Παρεμβάσεων -με τις όποιες αδυναμίες του- αποδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι για το σύνολο του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός ενιαίου συνδικαλιστικού ρεύματος που προβάλλει ένα άλλο μοντέλο συνδικαλισμού με αντισυνδιαχειριστικά χαρακτηριστικά, που έρχεται σε ρήξη με τις επιλογές της αστικής τάξης για την εργασία, και θα είναι διακριτό και από το συντηρητικό σεχταρισμό του ΠΑΜΕ και τον ευρωπαϊσμό και τη διαχειριστική λογική της Αυτόνομης Παρέμβασης. Με αυτόν τον τρόπο θα ενοποιηθεί το δυναμικό που υπάρχει διάσπαρτο σε διάφορους χώρους, και θα μπορεί να έχει κοινό σχεδιασμό και δράση. Με άλλα λόγια, η αγωνιστική πρωτοπορία που είναι αναγκαία για το ξέσπασμα κινητοποιήσεων θα συγκροτηθεί αποτελεσματικότερα και θα παίξει ρόλο που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να τον έχουν κατακερματισμένες αυτές οι δυνάμεις. Είναι σαφές ότι αυτή η κίνηση δεν πρέπει να συγχέεται με τους συντονισμούς των σωματείων και τις παρεμφερείς πρωτοβουλίες, που είναι μορφές οργάνωσης των εργαζομένων και της τάξης, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης. Εδώ μιλάμε για τους αγωνιστές που συγκροτημένα θα παρέμβουν μέσα στα συνδικάτα για να τα μετασχηματίσουν και να αλλάξουν τον προσανατολισμό τους. Η σύγχυση ανάμεσα σε αυτά τα δύο επίπεδα, η ταύτιση συνδικάτου –αγωνιστικής πρωτοπορίας, που δυστυχώς δεν είναι άγνωστη στο χώρο μας, το μόνο που θα κατορθώσει θα είναι να ανοίξει το δρόμο σε λογικές κινήσεων συγκρότησης τύπου ΠΑΜΕ (σε μικρογραφία), με πολύ μικρές δυνατότητες επίδρασης στο εργατικό κίνημα.
Ας μιλήσουμε και για εμάς!
Όπως είναι λογικό, γύρω από ένα τέτοιο γεγονός ξεδιπλώθηκαν όλες οι αντιλήψεις για το εργατικό κίνημα. Κατά τη γνώμη μας στη συζήτηση πάνω στην απεργία υπήρξαν μερικές λανθασμένες αντιλήψεις, κάποιες από τις οποίες διαπερνούν και όλη την αριστερά:
α) Η αντίληψη που έλεγε ότι αν είχαμε σκληρή καταστολή και αντίποινα εναντίον επιστρατευμένων απεργών αυτό θα δημιουργούσε ούτως ή άλλως συνθήκες ανάφλεξης. Η αντίληψη αυτή συνδέεται και με την υποτίμηση της επιστράτευσης ως επιθετικής κίνησης του κράτους, αλλά και με την υποτίμηση της στρατηγικής χτυπήματος των συνδικάτων που είναι μια επιθετική πλευρά της πολιτικής της κυβέρνησης. Όμως η απάντηση στα χτυπήματα του κράτους, μόνο ως ζητούμενο μπορεί να αντιμετωπίζεται και όχι ως δεδομένο. Όταν ένα συνδικάτο τσακίζεται το κίνημα δεν δυναμώνει και η πολύ πρόσφατη ιστορία το έχει αποδείξει… Μερικές φορές φαίνεται να συγγενεύει με την αντίληψη ότι όσο πιο μεγάλη είναι η «πίεση», τόσο πιο μεγάλη θα είναι και η ριζοσπαστικοποίηση και η αντίδραση. Δυστυχώς όμως, όπως αποδεικνύει και η περίοδος που ζούμε, η καταστολή ή το τσάκισμα των κατακτήσεων δεν οδηγεί αυτόματα σε ριζοσπαστικοποίηση. Αν δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι πολιτικοί και κοινωνικοί όροι, εύκολα κυριαρχεί η απάθεια και η απογοήτευση…
β) Η αντίληψη ότι εμείς πρέπει παντού να αντιπροσωπεύουμε τη γραμμή του ανυποχώρητου αγώνα, γιατί έχουμε στόχο να συσπειρώσουμε πρώτα την αποφασισμένη μειοψηφία. Η αντίληψη αυτή κάθε άλλο παρά καινούργια είναι, αλλά έχει τις ρίζες της στον …19ο αιώνα. Είναι η αντίληψη ότι μια μικρή, αλλά αποφασισμένη, μειοψηφία μπορεί να δημιουργήσει γεγονότα που θα «παρασύρουν» το σύνολο των εργαζομένων. Παραβλέπει ότι τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις τις δίνουν πραγματικές μάζες εργαζομένων, ταυτίζει τις αγωνιστικές πρωτοπορίες που είναι απαραίτητες για να συγκροτήσουν έναν κλάδο και να οδηγήσουν στο ξέσπασμα του αγώνα, με τις ευρύτερες μάζες που θα δώσουν αυτό τον αγώνα, και οριακά συγχέει τις πολιτικές πρωτοβουλίες αυτών των πρωτοποριών με το μαζικό κίνημα. Έτσι, η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης χάνεται, η γραμμή είναι η ίδια και απαράλλαχτη πάντα και δύσκολα δημιουργεί γεγονότα. Στην εποχή μας δεν είναι δύσκολο να πεις ότι χρειάζεται ανυποχώρητος αγώνας για να φύγουν όλοι. Το δύσκολο είναι να δημιουργήσεις το στρατό που θα μπει στον πόλεμο για να φύγουν όλοι…
γ) Η αντίληψη ότι στην εποχή του μνημονίου δεν μπορούν να υπάρξουν κλαδικοί αγώνες που να έχουν την οποιαδήποτε νίκη. Κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα δεν τεκμηριώνεται ούτε από την πρόσφατη εμπειρία. Φυσικά και κλαδικές νίκες «παραδοσιακού» τύπου (δηλαδή με καθαρή ήττα τις εργοδοσίας) δεν μπορούν να υπάρχουν (πόσα χρόνια όμως και πριν την εποχή της κρίσης έχουν να υπάρξουν;), όμως είναι γεγονός ότι την τελευταία τριετία οι αγώνες ιδίως του δημοσίου έφεραν καθυστερήσεις στην κυρίαρχη πολιτική και «ευθύνονται» για το ότι ακόμα διατηρούνται κατακτήσεις σε χώρους σήμερα (υπό άμεση διακύβευση φυσικά, όσο δεν υπάρχει συνολική ανατροπή). Χωρίς να σημαίνει ότι αυτές οι μικρές νίκες είναι ικανές να αντιμετωπίσουν συνολικά την κυρίαρχη πολιτική, μπορούν να τονώνουν την αγωνιστική αυτοπεποίθηση των εργαζομένων και να συσσωρεύουν δυνάμεις για το κίνημα.
Αντίθετα η αντίληψη ότι δεν μπορούν να υπάρχουν κλαδικοί, αλλά μόνο πανεργατικοί αγώνες, οδηγεί είτε στο συμπέρασμα ότι οι κλαδικοί αγώνες δεν πρέπει να γίνονται (ΠΑΜΕ), είτε ότι όλοι οι αγώνες πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν η ευκαιρία για να μπει «φωτιά στον κάμπο», η οποία θα πυροδοτήσει μια γενικότερη έκρηξη. Το αποτέλεσμα είναι κάθε αγώνας να αντιμετωπίζεται και από αυτόν που τον κάνει και από την αντικαπιταλιστική αριστερά σαν προπομπός εξέγερσης, αλλά στην πραγματικότητα αντιμετωπίζεται σαν αγώνας χωρίς αύριο. Δυστυχώς όμως, αν και την τελευταία τριετία έχουν γίνει κλαδικοί αγώνες, πολλοί από τους οποίους ήταν ηρωικοί, κανένας δε λειτούργησε ως «θριαλλίδα». Αυτό που έκαναν είναι να ενισχύσουν ένα πιο μαχητικό κοινωνικό κλίμα, το οποίο εκφραζόταν κυρίως μέσα από τα πανεργατικά γεγονότα ή στις άλλες μεγάλες στιγμές του κινήματος. Άλλωστε και ιστορικά δε γνωρίζουμε παραδείγματα ούτε γενικής «αναστολής» των κλαδικών αγώνων σε περιόδους κρίσης (είναι άλλο οι αρχικές υποχωρήσεις και οι δυσκολίες στο ξέσπασμά τους), ούτε αγώνων που έγιναν «θρυαλλίδες» εξέγερσης, και φυσικά δεν υπάρχει προηγούμενο συγκρότησης του εργατικού κινήματος μόνο με πανεργατικούς στόχους, ή ακόμα χειρότερα μόνο με πολιτικά αιτήματα.
Φυσικά, οι κλαδικοί αγώνες μπορούν να πυροδοτήσουν το συνολικότερο κλίμα και γι’ αυτό και είναι αναγκαίοι, αλλά με διαφορετικό τρόπο από τα σχήματα που έχουμε στο νου μας. Μέσα και από τις όποιες επιτυχίες μπορούν να έχουν, θα τονωθεί η αυτοπεποίθηση των εργαζομένων και θα πυροδοτούνται κύκλοι εργατικής διεκδικητικότητας οι οποίοι θα αφήνουν ίχνη, θα εντείνουν την αστάθεια στο πολιτικό σκηνικό και θα δημιουργούν πολιτικό ζήτημα στην κάθε κυβέρνηση. Τα παραπάνω δεν αναιρούν την ανάγκη για προσπάθειες συνολικοποίησης, αλλά για να ανασυγκροτηθεί το εργατικό κίνημα χρειάζεται και συγκεκριμένη γραμμή και στόχοι και για τον κλαδικό συνδικαλισμό, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν υποκαθίσταται από τη γενική επίκληση της ανατροπής. Αντίθετα, το να αντιμετωπίζονται όλοι οι αγώνες μας ως το προοίμιο κοινωνικής έκρηξης και ένας κλάδος εργαζομένων ως ο μεσσίας της εργατικής τάξης, μόνο νέες απογοητεύσεις δημιουργεί και δεν μπορεί δώσει διέξοδο.
Και η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α;
Επειδή ακριβώς στην εποχή της κρίσης κάθε σύγκρουση πολιτικοποιείται ταχύτατα, και επειδή είναι σαφές ότι η συνολική λύση θα είναι πολιτική, η συνολική πολιτική πάλη και η πολιτική αναφορά και στόχευση είναι αδιάρρηκτα δεμένες με τη δυναμική των αγώνων. Και εδώ φάνηκε και η έλλειψη σοβαρής πολιτικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το εργατικό κίνημα, αλλά και σοβαρής κλαδικής συγκρότησής της. Πέρα από κάποιες γενικόλογες ανακοινώσεις που στήριζαν τον αγώνα, δεν υπήρξε σχεδιασμός για το πώς, έστω με τις δυνάμεις που έχει, μεταφέρει τη σύγκρουση στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, τι πρωτοβουλίες παίρνει απέναντι στην υπόλοιπη αριστερά, πώς τοποθετείται για το θέμα της εκπαίδευσης στην κοινωνία, το πώς υποστηρίζει τους αγωνιζόμενους, αλλά και –πράγμα πολύ σημαντικό- πως προβάλλει μια άλλου τύπου πολιτική πρόταση για την κοινωνία, μέσα στον αγωνιζόμενο κλάδο. Για μια ακόμα φορά γίνεται σαφές ότι το ζήτημα της πολιτικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το εργατικό κίνημα, αλλά και της κλαδικής συγκρότησής της πρέπει να είναι στις άμεσες προτεραιότητες μας. Χωρίς αυτά, το «μία από τα ίδια» στην παρουσία μας στην επόμενη μεγάλη στιγμή, είναι δεδομένο…
Μια ακόμα χαμένη ευκαιρία, ξανά το ίδιο ερώτημα…
Κατά κάποιο τρόπο, όλη η ιστορία στην εκπαίδευση ήρθε στην πλέον κατάλληλη στιγμή για τη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί και πάλι αναδεικνύει το κεντρικό ζήτημα για την περίοδο. Σήμερα, και όσο περνάει ο καιρός περισσότερο, γίνεται σαφές ότι δεν αρκεί η απλή έκκληση για αντίσταση ή εξέγερση, ούτε η προσδοκία για την κυβερνητική εναλλαγή, για να δώσει προοπτική σε μεγάλες κινητοποιήσεις. Η εποχή στην οποία μια αριστερά, που, παρά την όποια ρητορική της, λειτουργούσε ως δύναμη διαμαρτυρίας και δημιουργούσε μεγάλα γεγονότα χωρίς να χρειαστεί να θέσει ξεκάθαρα το πολιτικό ζήτημα, όσο περνάνε τα μέτρα και διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση, θα φαίνεται όλο και πιο μακρινή…
Χρειάζεται σήμερα όσοι αγωνίζονται να μπορούν να νιώσουν ότι υπάρχει εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο στο οποίο μπορούν να στρατευτούν και για το οποίο αξίζει να συγκρουστούν. Με άλλα λόγια: όσο δεν υπάρχει μια αριστερά που να θέτει ξεκάθαρα μαζί με το ζήτημα της ανατροπής και αυτό της εξουσίας για την ελληνική κοινωνία, το έργο αγώνων που είτε συντρίβονται εύκολα, είτε δεν γίνονται, είτε κλείνουν με πραξικοπήματα θα το ξαναδούμε πολλές φορές... Αυτό το πρόβλημα ούτε θα λυθεί με την προσθήκη πολιτικών αιτημάτων στα πλαίσια πάλης των συνδικάτων, ούτε μπορούν να το λύσουν τα συνδικάτα. Αφορά πρωτίστως τους πολιτικούς σχηματισμούς της αριστεράς για τους οποίους τα ερωτήματα έχουν τεθεί εδώ και καιρό και χρειάζεται να τα απαντήσουμε ξεκάθαρα: ποιος μπορεί να είναι ένας άλλος δρόμος για την ελληνική κοινωνία; Σε ποιο πολιτικό πρόγραμμα μπορεί να συμπυκνωθεί; Ποιο θα είναι το πολιτικό σχήμα που θα σηκώσει το βάρος μιας σύγκρουσης; Με ποιους άλλους μπορούμε να πάμε μαζί; Πώς θα απαντήσουμε στα ερωτήματα της κυβερνητικής και πολιτικής εξουσίας;
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη συνδιάσκεψη της οφείλει να σταθεί στο ύψος της και να μην καλυφθεί με γενικολογίες, αλλά να βγει με ξεκάθαρες πρωτοβουλίες και θέσεις πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Σε αντίθετη περίπτωση οι νέες απογοητεύσεις και οι χαμένες ευκαιρίες είναι δεδομένες. Ας μην ξεχνάμε ότι οι επαναστάτες θα κριθούν αν είναι τέτοιοι, όχι από το αν θα καταγγείλουν την αδικία του κόσμου μας, αλλά από το αν θα δοκιμάσουν πραγματικά να τον αλλάξουν…
Ντούλας Π.-Μέλος Δ.Σ. Α΄ΕΛΜΕ Κορινθίας, Τ.Ε. Φυλής –Αχαρνών,
Μπάλλας Α. –Μέλος Δ.Σ. ΕΛΜΕ Λέσβου, Τ.Ε. Λέσβου,
Φύτρος Π.– Μέλος Δ.Σ. της Ζ΄ ΕΛΜΕ Αθήνας, Κλαδική Εκπαιδευτικών.
22/05/2013
(Συμβολή στον προσυνεδριακό διάλογο της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α
με αφορμή τις τρεις μεγάλες μέρες της εκπαίδευσης)
Την προηγούμενη εβδομάδα ο κλάδος των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας έζησε μια καινούργια άνοιξη. Ξαφνικά, ακόμα και ΕΛΜΕ που εδώ και χρόνια το μόνο που έκαναν ήταν να μαζεύονται για να κάνουν εκλογές, ζωντάνεψαν, και ο κλάδος έφτασε στα πρόθυρα μιας σφοδρότατης σύγκρουσης με την κυβέρνηση. Χιλιάδες εργαζόμενοι συμμετείχαν στις γενικές συνελεύσεις και ψήφισαν απεργία, όχι μόνο για να προασπίσουν τα εργασιακά τους δικαιώματα, αλλά και για να απαντήσουν σε ένα μείζον πολιτικό ζήτημα, αυτό της προληπτικής πολιτικής επιστράτευσης. Και εδώ είναι ένα πρώτο στοιχείο που πρέπει να κρατήσουμε: η ψήφος στις συνελεύσεις δεν αφορούσε μόνο τα εργασιακά αιτήματα των εκπαιδευτικών, αλλά ήταν και ψήφος καταδίκης και αντίστασης στο ιδιότυπο καθεστώς έκτακτης ανάγκης στο οποίο ζούμε.
Προληπτική επιστράτευση
Η προληπτική επιστράτευση αποτελεί
πολιτική τομή στην κατεύθυνση σκλήρυνσης της καταστολής, η οποία αμφισβητεί το ίδιο το δικαίωμα στην απεργία. Γι’ αυτό, όχι μόνο συσπείρωσε τον κλάδο, αλλά και μετασχημάτισε επί της ουσίας και το χαρακτήρα της απεργίας. Από απεργία με κλαδικά αιτήματα τη μετέτρεπε σε μείζονα πολιτική σύγκρουση που είχε να κάνει με την προάσπιση θεμελιωδών δημοκρατικών κατακτήσεων του λαϊκού κινήματος.
Η τρικομματική χούντα με την προληπτική επιστράτευση έκανε μία πολύ επιθετική κίνηση και επιδίωκε να περάσει ένα σαφές μήνυμα: Στην Ελλάδα του μνημονίου, όχι μόνο δεν επιτρέπεται να γίνουν απεργίες που αμφισβητούν την κυρίαρχη πολιτική, αλλά και όποιος τολμήσει θα αντιμετωπιστεί με σκληρή καταστολή. Και εδώ πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: αυτή η επιλογή δεν είναι συγκυριακή, αλλά στρατηγική επιλογή για το πώς θα αντιμετωπιστούν οι λαϊκές αντιδράσεις, ενταγμένη στην εμπέδωση του δόγματος «νόμος και τάξη». Γι’ αυτό και είναι λανθασμένες αντιλήψεις που θεωρούν τις επιστρατεύσεις αμυντικές κινήσεις της κυβέρνησης, που παίζει το τελευταίο της χαρτί απέναντι στο λαϊκό παράγοντα. Φυσικά και στην εποχή της κρίσης, οι επιλογές του κράτους έχουν και το χαρακτήρα της προληπτικής θωράκισης απέναντι στις λαϊκές αντιστάσεις, αυτό όμως απέχει πολύ από το να υποστηριχθεί ότι η κυβέρνηση αμύνεται. Αντίθετα επιτίθεται στο κίνημα, επιδιώκει να περάσει την αντίληψη -ειδικά όσο οι επιστρατεύσεις δε σπάνε και δε δημιουργούν μείζον πολιτικό ζήτημα- ότι κάθε αντίσταση είναι μάταιη, και κερδίζει ακροατήριο σε μια νεοσυντηρητική λογική. Άλλωστε, στη νέα αφήγηση της σταθερότητας και της επερχόμενης ανάπτυξης που επιδιώκει να συγκροτήσει η κυβέρνηση, η λογική του τέλους των συντεχνιών παίζει κεντρικό ρόλο. Γι’ αυτό και είναι λάθος και να μη βλέπουμε στις επιλογές της κυβέρνησης και ένα στοιχείο σκληρού νεοφιλελευθερισμού: το υλικό και ηθικό χτύπημα στο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα. Ειδικά για την περίπτωση μας, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η κινητοποίηση χιλιάδων εργαζομένων στις γενικές συνελεύσεις απέδειξε ότι τα 89 πρωτοβάθμια σωματεία της ΟΛΜΕ με την ύπαρξη ενός ισχυρού δικτύου σχημάτων της αντικαπιταλιστικής ριζοσπαστικής αριστεράς και η δυνατότητα ενιαίας έκφρασής τους είναι μεγάλη κατάκτηση για το λαϊκό κίνημα σήμερα συνολικά, εν δυνάμει κίνδυνος τον οποίο η κυβέρνηση θέλει να εκμηδενίσει. Γι’ αυτό βασική διάσταση και της πολιτικής της κυβέρνησης στην εκπαίδευση είναι να δώσει και καίρια χτυπήματα, να αποδυναμώσει και να διαλύσει επί της ουσίας αυτή τη βασική συνιστώσα του υπαρκτού σήμερα οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος.
Η αριστερά της κοινωνικής γαλήνης…
Τα παραπάνω κάνουν σαφές ότι ενδεχόμενο σπάσιμο της επιστράτευσης στην εκπαίδευση τη στιγμή των πανελλαδικών εξετάσεων θα αντιμετωπιζόταν με σκληρή καταστολή και αντίποινα. Αυτό το δεδομένο θα δημιουργούσε μία σφοδρότατη πολιτική σύγκρουση στην οποία τα κόμματα της αριστεράς θα έπρεπε να εμπλακούν. Και αυτό είναι το σημείο που εν πολλοίς έκρινε την τύχη της απεργίας των καθηγητών, κατ’ ουσίαν πριν ξεκινήσει. Το βάρος ξεπέρναγε τις πλάτες της ΟΛΜΕ, και ούτε το ΚΚΕ, ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ του 27% τόλμησαν να το σηκώσουν, καθώς δεν είχαν καμιά διάθεση να δώσουν τέτοια μάχη.
Συγκεκριμένα:
Το ΚΚΕ δεν ήθελε την απεργία και δεν έδωσε καμία πολιτική κάλυψη. Γι’ αυτό και προχώρησε και σε άθλιες υπονομευτικές κινήσεις από την αρχή. Οι δηλώσεις των στελεχών του, που ουσιαστικά καταδίκαζαν πολιτικά την απεργία στις εξετάσεις πριν αρχίσει και η προκήρυξη της ΚΝΕ που …κατήγγειλε την ΟΛΜΕ είναι ενδεικτικές. Πέρα από αυτά όμως, προχώρησε και στην άκρως υπονομευτική κίνηση να συμμαχήσει με τη ΔΑΚΕ –ΠΑΣΚΕ στην ΑΔΕΔΥ προκειμένου να ανακόψει τις όποιες διαθέσεις. Η απεργία της Τρίτης 14/05 τέτοια κίνηση ήταν. Για την ιστορία, ακόμα και η επιλογή της ημέρας δεν ήταν τυχαία. Η Τετάρτη 15/05 θα σηματοδοτούσε επιλογή σύγκρουσης (γίνονται σύλλογοι διδασκόντων για τα αποτελέσματα και άρχιζε η επιστράτευση), η Τρίτη απλά υπονόμευε τις συνελεύσεις… Είναι θλιβερό αυτοί που καταγγέλλουν τη γραφειοκρατία να συμμαχούν με ΔΑΚΕ -ΠΑΣΚΕ ενάντια σε μια απεργία, τη στιγμή που ούτε ένα σωματείο του ΠΑΜΕ δεν έβαλε, έστω συμβολικά, στάση εργασίας ενάντια στην επιστράτευση. Το κριτήριο του κόμματος ήταν καθαρό: καμιά σύγκρουση που θα ενισχύσει το ΣΥΡΙΖΑ σε πολιτικό επίπεδο (και τις Παρεμβάσεις σε κλαδικό), αλλά τεκμηριώνεται και θεωρητικά από την αντίληψη περί τέλους των κλαδικών αγώνων, αλλά και την εργατίστικη πεποίθηση ότι οι καθηγητές ως μικροαστικό στρώμα δεν μπορούν να δώσουν σοβαρή μάχη… Μετά από αυτά, το ΠΑΜΕ κάνει ξεκάθαρες κάποιες επιλογές οι οποίες μόνο με σφοδρή κριτική μπορούν να μετατοπιστούν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ (είναι σαφές ότι δε μιλάμε για συνδικαλιστικές, αλλά για πολιτικές επιλογές), αμήχανα επέλεξε μια στάση πολιτικαντισμού, που μπορεί να συνοψιστεί στη φράση «οι πάντες έχουν δίκιο εκτός από την κυβέρνηση». Το μείζον όμως δεν είναι τι έλεγε, αλλά τι δεν έλεγε και τι δεν έκανε. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να κάνει μία ξεκάθαρη δήλωση: «η επιστράτευση είναι αντισυνταγματική και πρέπει να σπάσει». Αντιθέτως, προτίμησε να μην εμπλακεί σε μια κατάσταση που θα χάλαγε την τακτική του «ώριμου φρούτου», καθώς θα οδηγούσε σε σφοδρή πολιτική και κινηματική σύγκρουση, η οποία ή θα έπρεπε να απαντηθεί με την κινητοποίηση όλων των συνδικαλιστικών του δυνάμεων και την προβολή του αιτήματος ανατροπής τις κυβέρνησης, ή δε θα απαντιόταν και θα όξυνε τις αντιφάσεις του στο έπακρο, καθώς θα άνοιγαν πολύ περισσότερα θέματα από τη στάση του κόμματος σε μια κλαδική απεργία. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αγωνιστική Συνεργασία, φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων, μεταφέροντας τη γραμμή για άνευ όρων κλείσιμο της απεργίας και ενισχύοντας έτσι την απογοήτευση του κλάδου, αλλά και μια στάση εχθρική προς την οργανωμένη συνδικαλιστική πάλη γενικά.
Και πάλι η γραφειοκρατία…
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η στάση των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, αλλά και πολλών ομοσπονδιών. Με την εξαίρεση της ΔΟΕ, που μετά από πιέσεις έβγαλε απεργία συμπαράστασης δεν υπήρξε καμιά άλλη κινητοποίηση συμπαράστασης. Η ΑΔΕΔΥ, όχι μόνο δεν στήριξε την ΟΛΜΕ, αλλά το προεδρείο της προχώρησε και σε δηλώσεις καταδίκης της απεργίας!!! Οι αποφάσεις κάποιων λίγων πρωτοβάθμιων σωματείων όπου δραστηριοποιούνται συνδικαλιστές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να υποκαταστήσει την ανάγκη κινητοποίησης μεγάλων χώρων του εργατικού κινήματος. Και εδώ είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να μας διδάξει η απεργία. Οφείλουμε πλέον να σκεφτόμαστε με το δεδομένο ότι οι συνομοσπονδίες, με ένα συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό τους που είτε έχει βγει από το παρελθόν, είτε είναι κατασκευασμένος, εκφράζουν έναν συνδικαλισμό που δεν έχει διάθεση όχι μόνο να πυροδοτήσει, αλλά ούτε να στηρίξει μεγάλες συγκρούσεις. Δεδομένου και του χαρακτήρα του ΠΑΜΕ, σήμερα χρειάζεται, αξιοποιώντας και τις αλλαγές των συσχετισμών σε σωματεία και ομοσπονδίες και τις υπαρκτές αγωνιστικές διαθέσεις στο εργατικό κίνημα, να δημιουργηθεί ένα αγωνιστικό σημείο αναφοράς που να μπορεί να παίρνει πρωτοβουλίες στο κίνημα. Ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων και οι επιμέρους συντονισμοί (ομοσπονδιών, κλαδικοί κλπ), απέχουν φυσικά από το να μπορούν να σηκώσουν τέτοιο βάρος, όμως μπορούν να ενισχύσουν μια τέτοια κατεύθυνση. Οφείλουμε λοιπόν να σκεφτούμε σοβαρά για το ποιες προϋποθέσεις είναι αναγκαίες, ώστε να μπορέσουν να παίξουν αυτό το ρόλο στο εργατικό κίνημα στο άμεσο μέλλον.
Τελικά τι παίχτηκε στους καθηγητές;
Εν ολίγοις λοιπόν, ο κλάδος είχε αδειαστεί και από την αριστερά και από τις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Σε μια τέτοια κατάσταση αυτό που έμενε ως κύριο κριτήριο είναι η εσωτερική δυναμική του κλάδου, τόσο ο βαθμός προετοιμασίας του, όσο και οι διαθέσεις του. Είμαστε αντίθετοι με μια λογική που δε βλέπει τις πραγματικές αντιφάσεις του εκπαιδευτικού σώματος, μένει στο σχήμα «οι μάζες βράζουν και η γραφειοκρατία ξεπουλά» και κατ’ ουσίαν δεν εξυπηρετεί τίποτα άλλο από εύκολες αφηγήσεις εντός του χώρου τις αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Δυστυχώς, αν δεν αποτιμήσουμε με ειλικρίνεια αυτό που έγινε, πολύ απλά θα το ξαναζήσουμε σύντομα… Η παραπάνω αντίληψη παραβλέπει πολλά δεδομένα: τη φύση και τη σφοδρότητα της σύγκρουσης στην οποία καλούνταν ο κόσμος να συμμετάσχει, την ελλιπή προετοιμασία του κλάδου, την απομόνωσή του και κυρίως το ότι σε λίγες ΕΛΜΕ είχε μπει ξεκάθαρα το ερώτημα για το αν και πώς θα σπάσει ή όχι η επιστράτευση. Αντίθετα δεν ήταν λίγες οι συνελεύσεις όπου από ΔΑΚΕ και Συνεργασία έμπαινε ξεκάθαρα το θέμα, άλλο η ψήφιση, άλλο η υλοποίησή της απεργίας… Με αυτά τα δεδομένα, ενώ ήταν σαφές ότι υπήρχε πραγματικό ερώτημα για το τι θα κάνουμε με την επιστράτευση, φτάσαμε στη συνέλευση των προέδρων με λίγες ΕΛΜΕ να έχουν απαντήσει καθαρά ότι κινούνται στην κατεύθυνση σπασίματος της επιστράτευσης. Αυτό το τελευταίο ήταν σημαντικό λάθος και δικό μας, άφηνε τη δυνατότητα κάθε ερμηνείας των διαθέσεων του κόσμου, και ήταν η βάση πάνω στην οποία πάτησε το κλείσιμο της απεργίας με τη μορφή που το είδαμε. Για εμάς πάντως είναι σαφές ότι δεν ανακόπηκε μια απεργία δεκάδων χιλιάδων εκπαιδευτικών κόντρα στην επιστράτευση. Αυτό που έκανε το πραξικόπημα που συντελέστηκε στη συνέλευση των προέδρων ήταν να ανακόψει μια δυναμική που διαμορφωνόταν και μπορούσε με τις κατάλληλες επιλογές να οδηγήσει σε σφοδρή πολιτική σύγκρουση και να δημιουργήσει ζήτημα στην κυβέρνηση, το οποίο θα χάλαγε το κλίμα της δήθεν σταθερότητας. Ένα τέτοιο γεγονός θα δημιουργούσε τη δυνατότητα να ξανανοίξει ο κινηματικός κύκλος. Αυτό είναι που αρνήθηκαν να κάνουν τα κόμματα τις ρεφορμιστικής αριστεράς, να συγκρουστούν πολιτικά με την κυβέρνηση για το θέμα της επιστράτευσης και να δοκιμάσουν να ξανανοίξουν τον κινηματικό κύκλο. Και γι’ αυτό και επέλεξαν να κλείσουν την όλη ιστορία με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν ορθή η πρόταση της εκπροσώπου των Παρεμβάσεων στο Δ.Σ. τις ΟΛΜΕ, καθώς αυτό που εξασφάλιζε ήταν να θέσει το νέο πολιτικό επίδικο της σύγκρουσης (την επιστράτευση), να επιτρέψει πολιτικές και κινηματικές κινήσεις, ενώ παράλληλα θα ενέπλεκε σε μια διαδικασία ανυπακοής ένα κρίσιμο δυναμικό από όλους τους πολιτικούς χώρους, καλύπτοντας έτσι και όσους θα απεργούσαν.
Συγκρότηση συνδικαλιστικού ρεύματος, τώρα!
Το ότι υπήρξαν γενικές συνελεύσεις παντού και κινητοποιήθηκε ένας ολόκληρος κλάδος στην κατεύθυνση μιας τέτοιας σύγκρουσης με την κυβέρνηση, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μακρόχρονη ύπαρξη και δράση των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων. Οι Παρεμβάσεις με την επιμονή τους σε ένα συνδικαλισμό που στηρίζεται στη δημοκρατία στη βάση, τις γενικές συνελεύσεις και στα ζωντανά πρωτοβάθμια σωματεία, ακόμα και σε περιόδους κινηματικής άπνοιας, έχουν κατορθώσει να κρατήσουν ζωντανή μία ομοσπονδία που εκπροσωπεί 85.000 εργαζόμενους και αποδεικνύει ότι μπορεί να είναι μια πολύ μεγάλη συνδικαλιστική δύναμη. Γι’ αυτό η ενίσχυση και η εξάπλωση του δικτύου των Παρεμβάσεων είναι βασικό καθήκον για εμάς, αλλά και αναγκαίος όρος για την ισχυροποίηση του εκπαιδευτικού κινήματος. Στο ίδιο πλαίσιο οφείλουμε να βρούμε και τρόπους υπέρβασης των αδυναμιών των ίδιων των Παρεμβάσεων. Η ενίσχυση της δημοκρατικής και πολιτικής λειτουργίας τους, ώστε τα διάφορα ρεύματα που δραστηριοποιούνται εντός τους να μπορούν να συνθέτουν, οι αποφάσεις να ενοποιούν όσο είναι δυνατόν τη δράση του δυναμικού τους και να ενισχυθεί και η πολιτική παρουσία τους είναι άμεσα καθήκοντα και ζητούμενα.
Το εγχείρημα των Παρεμβάσεων -με τις όποιες αδυναμίες του- αποδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι για το σύνολο του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός ενιαίου συνδικαλιστικού ρεύματος που προβάλλει ένα άλλο μοντέλο συνδικαλισμού με αντισυνδιαχειριστικά χαρακτηριστικά, που έρχεται σε ρήξη με τις επιλογές της αστικής τάξης για την εργασία, και θα είναι διακριτό και από το συντηρητικό σεχταρισμό του ΠΑΜΕ και τον ευρωπαϊσμό και τη διαχειριστική λογική της Αυτόνομης Παρέμβασης. Με αυτόν τον τρόπο θα ενοποιηθεί το δυναμικό που υπάρχει διάσπαρτο σε διάφορους χώρους, και θα μπορεί να έχει κοινό σχεδιασμό και δράση. Με άλλα λόγια, η αγωνιστική πρωτοπορία που είναι αναγκαία για το ξέσπασμα κινητοποιήσεων θα συγκροτηθεί αποτελεσματικότερα και θα παίξει ρόλο που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να τον έχουν κατακερματισμένες αυτές οι δυνάμεις. Είναι σαφές ότι αυτή η κίνηση δεν πρέπει να συγχέεται με τους συντονισμούς των σωματείων και τις παρεμφερείς πρωτοβουλίες, που είναι μορφές οργάνωσης των εργαζομένων και της τάξης, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης. Εδώ μιλάμε για τους αγωνιστές που συγκροτημένα θα παρέμβουν μέσα στα συνδικάτα για να τα μετασχηματίσουν και να αλλάξουν τον προσανατολισμό τους. Η σύγχυση ανάμεσα σε αυτά τα δύο επίπεδα, η ταύτιση συνδικάτου –αγωνιστικής πρωτοπορίας, που δυστυχώς δεν είναι άγνωστη στο χώρο μας, το μόνο που θα κατορθώσει θα είναι να ανοίξει το δρόμο σε λογικές κινήσεων συγκρότησης τύπου ΠΑΜΕ (σε μικρογραφία), με πολύ μικρές δυνατότητες επίδρασης στο εργατικό κίνημα.
Ας μιλήσουμε και για εμάς!
Όπως είναι λογικό, γύρω από ένα τέτοιο γεγονός ξεδιπλώθηκαν όλες οι αντιλήψεις για το εργατικό κίνημα. Κατά τη γνώμη μας στη συζήτηση πάνω στην απεργία υπήρξαν μερικές λανθασμένες αντιλήψεις, κάποιες από τις οποίες διαπερνούν και όλη την αριστερά:
α) Η αντίληψη που έλεγε ότι αν είχαμε σκληρή καταστολή και αντίποινα εναντίον επιστρατευμένων απεργών αυτό θα δημιουργούσε ούτως ή άλλως συνθήκες ανάφλεξης. Η αντίληψη αυτή συνδέεται και με την υποτίμηση της επιστράτευσης ως επιθετικής κίνησης του κράτους, αλλά και με την υποτίμηση της στρατηγικής χτυπήματος των συνδικάτων που είναι μια επιθετική πλευρά της πολιτικής της κυβέρνησης. Όμως η απάντηση στα χτυπήματα του κράτους, μόνο ως ζητούμενο μπορεί να αντιμετωπίζεται και όχι ως δεδομένο. Όταν ένα συνδικάτο τσακίζεται το κίνημα δεν δυναμώνει και η πολύ πρόσφατη ιστορία το έχει αποδείξει… Μερικές φορές φαίνεται να συγγενεύει με την αντίληψη ότι όσο πιο μεγάλη είναι η «πίεση», τόσο πιο μεγάλη θα είναι και η ριζοσπαστικοποίηση και η αντίδραση. Δυστυχώς όμως, όπως αποδεικνύει και η περίοδος που ζούμε, η καταστολή ή το τσάκισμα των κατακτήσεων δεν οδηγεί αυτόματα σε ριζοσπαστικοποίηση. Αν δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι πολιτικοί και κοινωνικοί όροι, εύκολα κυριαρχεί η απάθεια και η απογοήτευση…
β) Η αντίληψη ότι εμείς πρέπει παντού να αντιπροσωπεύουμε τη γραμμή του ανυποχώρητου αγώνα, γιατί έχουμε στόχο να συσπειρώσουμε πρώτα την αποφασισμένη μειοψηφία. Η αντίληψη αυτή κάθε άλλο παρά καινούργια είναι, αλλά έχει τις ρίζες της στον …19ο αιώνα. Είναι η αντίληψη ότι μια μικρή, αλλά αποφασισμένη, μειοψηφία μπορεί να δημιουργήσει γεγονότα που θα «παρασύρουν» το σύνολο των εργαζομένων. Παραβλέπει ότι τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις τις δίνουν πραγματικές μάζες εργαζομένων, ταυτίζει τις αγωνιστικές πρωτοπορίες που είναι απαραίτητες για να συγκροτήσουν έναν κλάδο και να οδηγήσουν στο ξέσπασμα του αγώνα, με τις ευρύτερες μάζες που θα δώσουν αυτό τον αγώνα, και οριακά συγχέει τις πολιτικές πρωτοβουλίες αυτών των πρωτοποριών με το μαζικό κίνημα. Έτσι, η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης χάνεται, η γραμμή είναι η ίδια και απαράλλαχτη πάντα και δύσκολα δημιουργεί γεγονότα. Στην εποχή μας δεν είναι δύσκολο να πεις ότι χρειάζεται ανυποχώρητος αγώνας για να φύγουν όλοι. Το δύσκολο είναι να δημιουργήσεις το στρατό που θα μπει στον πόλεμο για να φύγουν όλοι…
γ) Η αντίληψη ότι στην εποχή του μνημονίου δεν μπορούν να υπάρξουν κλαδικοί αγώνες που να έχουν την οποιαδήποτε νίκη. Κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα δεν τεκμηριώνεται ούτε από την πρόσφατη εμπειρία. Φυσικά και κλαδικές νίκες «παραδοσιακού» τύπου (δηλαδή με καθαρή ήττα τις εργοδοσίας) δεν μπορούν να υπάρχουν (πόσα χρόνια όμως και πριν την εποχή της κρίσης έχουν να υπάρξουν;), όμως είναι γεγονός ότι την τελευταία τριετία οι αγώνες ιδίως του δημοσίου έφεραν καθυστερήσεις στην κυρίαρχη πολιτική και «ευθύνονται» για το ότι ακόμα διατηρούνται κατακτήσεις σε χώρους σήμερα (υπό άμεση διακύβευση φυσικά, όσο δεν υπάρχει συνολική ανατροπή). Χωρίς να σημαίνει ότι αυτές οι μικρές νίκες είναι ικανές να αντιμετωπίσουν συνολικά την κυρίαρχη πολιτική, μπορούν να τονώνουν την αγωνιστική αυτοπεποίθηση των εργαζομένων και να συσσωρεύουν δυνάμεις για το κίνημα.
Αντίθετα η αντίληψη ότι δεν μπορούν να υπάρχουν κλαδικοί, αλλά μόνο πανεργατικοί αγώνες, οδηγεί είτε στο συμπέρασμα ότι οι κλαδικοί αγώνες δεν πρέπει να γίνονται (ΠΑΜΕ), είτε ότι όλοι οι αγώνες πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν η ευκαιρία για να μπει «φωτιά στον κάμπο», η οποία θα πυροδοτήσει μια γενικότερη έκρηξη. Το αποτέλεσμα είναι κάθε αγώνας να αντιμετωπίζεται και από αυτόν που τον κάνει και από την αντικαπιταλιστική αριστερά σαν προπομπός εξέγερσης, αλλά στην πραγματικότητα αντιμετωπίζεται σαν αγώνας χωρίς αύριο. Δυστυχώς όμως, αν και την τελευταία τριετία έχουν γίνει κλαδικοί αγώνες, πολλοί από τους οποίους ήταν ηρωικοί, κανένας δε λειτούργησε ως «θριαλλίδα». Αυτό που έκαναν είναι να ενισχύσουν ένα πιο μαχητικό κοινωνικό κλίμα, το οποίο εκφραζόταν κυρίως μέσα από τα πανεργατικά γεγονότα ή στις άλλες μεγάλες στιγμές του κινήματος. Άλλωστε και ιστορικά δε γνωρίζουμε παραδείγματα ούτε γενικής «αναστολής» των κλαδικών αγώνων σε περιόδους κρίσης (είναι άλλο οι αρχικές υποχωρήσεις και οι δυσκολίες στο ξέσπασμά τους), ούτε αγώνων που έγιναν «θρυαλλίδες» εξέγερσης, και φυσικά δεν υπάρχει προηγούμενο συγκρότησης του εργατικού κινήματος μόνο με πανεργατικούς στόχους, ή ακόμα χειρότερα μόνο με πολιτικά αιτήματα.
Φυσικά, οι κλαδικοί αγώνες μπορούν να πυροδοτήσουν το συνολικότερο κλίμα και γι’ αυτό και είναι αναγκαίοι, αλλά με διαφορετικό τρόπο από τα σχήματα που έχουμε στο νου μας. Μέσα και από τις όποιες επιτυχίες μπορούν να έχουν, θα τονωθεί η αυτοπεποίθηση των εργαζομένων και θα πυροδοτούνται κύκλοι εργατικής διεκδικητικότητας οι οποίοι θα αφήνουν ίχνη, θα εντείνουν την αστάθεια στο πολιτικό σκηνικό και θα δημιουργούν πολιτικό ζήτημα στην κάθε κυβέρνηση. Τα παραπάνω δεν αναιρούν την ανάγκη για προσπάθειες συνολικοποίησης, αλλά για να ανασυγκροτηθεί το εργατικό κίνημα χρειάζεται και συγκεκριμένη γραμμή και στόχοι και για τον κλαδικό συνδικαλισμό, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν υποκαθίσταται από τη γενική επίκληση της ανατροπής. Αντίθετα, το να αντιμετωπίζονται όλοι οι αγώνες μας ως το προοίμιο κοινωνικής έκρηξης και ένας κλάδος εργαζομένων ως ο μεσσίας της εργατικής τάξης, μόνο νέες απογοητεύσεις δημιουργεί και δεν μπορεί δώσει διέξοδο.
Και η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α;
Επειδή ακριβώς στην εποχή της κρίσης κάθε σύγκρουση πολιτικοποιείται ταχύτατα, και επειδή είναι σαφές ότι η συνολική λύση θα είναι πολιτική, η συνολική πολιτική πάλη και η πολιτική αναφορά και στόχευση είναι αδιάρρηκτα δεμένες με τη δυναμική των αγώνων. Και εδώ φάνηκε και η έλλειψη σοβαρής πολιτικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το εργατικό κίνημα, αλλά και σοβαρής κλαδικής συγκρότησής της. Πέρα από κάποιες γενικόλογες ανακοινώσεις που στήριζαν τον αγώνα, δεν υπήρξε σχεδιασμός για το πώς, έστω με τις δυνάμεις που έχει, μεταφέρει τη σύγκρουση στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, τι πρωτοβουλίες παίρνει απέναντι στην υπόλοιπη αριστερά, πώς τοποθετείται για το θέμα της εκπαίδευσης στην κοινωνία, το πώς υποστηρίζει τους αγωνιζόμενους, αλλά και –πράγμα πολύ σημαντικό- πως προβάλλει μια άλλου τύπου πολιτική πρόταση για την κοινωνία, μέσα στον αγωνιζόμενο κλάδο. Για μια ακόμα φορά γίνεται σαφές ότι το ζήτημα της πολιτικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το εργατικό κίνημα, αλλά και της κλαδικής συγκρότησής της πρέπει να είναι στις άμεσες προτεραιότητες μας. Χωρίς αυτά, το «μία από τα ίδια» στην παρουσία μας στην επόμενη μεγάλη στιγμή, είναι δεδομένο…
Μια ακόμα χαμένη ευκαιρία, ξανά το ίδιο ερώτημα…
Κατά κάποιο τρόπο, όλη η ιστορία στην εκπαίδευση ήρθε στην πλέον κατάλληλη στιγμή για τη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί και πάλι αναδεικνύει το κεντρικό ζήτημα για την περίοδο. Σήμερα, και όσο περνάει ο καιρός περισσότερο, γίνεται σαφές ότι δεν αρκεί η απλή έκκληση για αντίσταση ή εξέγερση, ούτε η προσδοκία για την κυβερνητική εναλλαγή, για να δώσει προοπτική σε μεγάλες κινητοποιήσεις. Η εποχή στην οποία μια αριστερά, που, παρά την όποια ρητορική της, λειτουργούσε ως δύναμη διαμαρτυρίας και δημιουργούσε μεγάλα γεγονότα χωρίς να χρειαστεί να θέσει ξεκάθαρα το πολιτικό ζήτημα, όσο περνάνε τα μέτρα και διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση, θα φαίνεται όλο και πιο μακρινή…
Χρειάζεται σήμερα όσοι αγωνίζονται να μπορούν να νιώσουν ότι υπάρχει εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο στο οποίο μπορούν να στρατευτούν και για το οποίο αξίζει να συγκρουστούν. Με άλλα λόγια: όσο δεν υπάρχει μια αριστερά που να θέτει ξεκάθαρα μαζί με το ζήτημα της ανατροπής και αυτό της εξουσίας για την ελληνική κοινωνία, το έργο αγώνων που είτε συντρίβονται εύκολα, είτε δεν γίνονται, είτε κλείνουν με πραξικοπήματα θα το ξαναδούμε πολλές φορές... Αυτό το πρόβλημα ούτε θα λυθεί με την προσθήκη πολιτικών αιτημάτων στα πλαίσια πάλης των συνδικάτων, ούτε μπορούν να το λύσουν τα συνδικάτα. Αφορά πρωτίστως τους πολιτικούς σχηματισμούς της αριστεράς για τους οποίους τα ερωτήματα έχουν τεθεί εδώ και καιρό και χρειάζεται να τα απαντήσουμε ξεκάθαρα: ποιος μπορεί να είναι ένας άλλος δρόμος για την ελληνική κοινωνία; Σε ποιο πολιτικό πρόγραμμα μπορεί να συμπυκνωθεί; Ποιο θα είναι το πολιτικό σχήμα που θα σηκώσει το βάρος μιας σύγκρουσης; Με ποιους άλλους μπορούμε να πάμε μαζί; Πώς θα απαντήσουμε στα ερωτήματα της κυβερνητικής και πολιτικής εξουσίας;
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη συνδιάσκεψη της οφείλει να σταθεί στο ύψος της και να μην καλυφθεί με γενικολογίες, αλλά να βγει με ξεκάθαρες πρωτοβουλίες και θέσεις πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Σε αντίθετη περίπτωση οι νέες απογοητεύσεις και οι χαμένες ευκαιρίες είναι δεδομένες. Ας μην ξεχνάμε ότι οι επαναστάτες θα κριθούν αν είναι τέτοιοι, όχι από το αν θα καταγγείλουν την αδικία του κόσμου μας, αλλά από το αν θα δοκιμάσουν πραγματικά να τον αλλάξουν…
Ντούλας Π.-Μέλος Δ.Σ. Α΄ΕΛΜΕ Κορινθίας, Τ.Ε. Φυλής –Αχαρνών,
Μπάλλας Α. –Μέλος Δ.Σ. ΕΛΜΕ Λέσβου, Τ.Ε. Λέσβου,
Φύτρος Π.– Μέλος Δ.Σ. της Ζ΄ ΕΛΜΕ Αθήνας, Κλαδική Εκπαιδευτικών.
22/05/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου